μαγειρεύω
1μαγειρεύω — to be a cook pres subj act 1st sg μαγειρεύω to be a cook pres ind act 1st sg …
2μαγειρεύω — μαγειρεύω, μαγείρεψα βλ. πίν. 17 …
3μαγειρεύω — και μαγερεύω και μαγερεύγω (AM μαγειρεύω, Μ και μαγερεύγω και μαγερεύω) [μάγειρος] παρασκευάζω φαγητό, ασχολούμαι με το μαγείρεμα (α. «μαγειρεύω σχεδόν κάθε μέρα» β. «παρόσον τὰ ἱερὰ περιτέμνοντες δῆλον ὡς ἐμαγείρευον αὐτὰ καὶ ἐκαρύκευον», Αθήν.) …
4μαγειρεύω — μαγείρεψα, μαγειρε(υ)μένος 1. βράζω, ψήνω ή τηγανίζω φαγητό με διάφορα καρυκεύματα: Η γιαγιά μου συνήθως μαγειρεύει παραδοσιακά φαγητά. 2. μηχανορραφώ, ραδιουργώ, σχεδιάζω κάτι ύπουλα: Τα παιδιά κάθονται φρόνιμα, σίγουρα κάτι μαγειρεύουν! …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5μαγειρεύει — μαγειρεύω to be a cook pres ind mp 2nd sg μαγειρεύω to be a cook pres ind act 3rd sg …
6μαγειρεύουσι — μαγειρεύω to be a cook pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) μαγειρεύω to be a cook pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …
7μαγειρεύουσιν — μαγειρεύω to be a cook pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) μαγειρεύω to be a cook pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …
8ἐμαγείρευον — μαγειρεύω to be a cook imperf ind act 3rd pl μαγειρεύω to be a cook imperf ind act 1st sg …
9γιαχνίζω — μαγειρεύω γιαχνί …
10μαρινάρω — μαγειρεύω κρέας ή ψάρι με μαρινάτα ώστε να γίνουν νοστιμότερα και να διατηρηθούν περισσότερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. marinare «ταριχεύω»] …