μαγγανάριος
1μαγγανάριος — μαγγανάριος, ὁ (ΑM, Μ και μαγγανάρις) βλ. μαγγανάρης …
2μαγγανάριος — conjurer masc nom sg …
3μαγγαναρίοις — μαγγανάριος conjurer masc dat pl …
4μαγγαναρίους — μαγγανάριος conjurer masc acc pl …
5μαγγαναρίων — μαγγανάριος conjurer masc gen pl …
6μαγγανάριοι — μαγγανάριος conjurer masc nom/voc pl …
7μαγγανάρης — ο (AM μαγγανάριος, Μ και μαγγανάρις) (στο Βυζάντιο) μηχανικός που κατασκεύαζε τις αμυντικές πολεμικές μηχανές οι οποίες έριχναν βέλη ή πέτρες, τα μάγγανα νεοελλ. 1. αυτός που κατασκευάζει μάγγανα, δηλ. γερανούς 2. αυτός που εργάζεται σε μάγγανο,… …