μαγάδις
1μάγαδις — μάγαδις, μαγάδιδος, ἡ (Α) 1. έγχορδο μουσικό όργανο, πιθ. λυδικής προελεύσεως, κατ άλλους θρακικής, με τριγωνικό σχήμα, που έμοιαζε με την άρπα, είχε είκοσι χορδές χορδισμένες ανά ζεύγη κατά όγδοες, πράγμα που επέτρεπε τη συνήχηση τής ογδόης 2.… …
2μάγαδις — magadis fem nom sg …
3μαγάδιδας — μάγαδις magadis fem acc pl …
4μαγάδιδες — μάγαδις magadis fem nom/voc pl …
5μαγάδιδι — μάγαδις magadis fem dat sg …
6μαγάδιδος — μάγαδις magadis fem gen sg …
7μάγαδιν — μάγαδις magadis fem acc sg …
8μαγάδης — μαγάδης, ὁ (Α) η μάγαδις*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού μάγαδις σχηματισμένος για μετρικούς λόγους] …
9μαγαδίζω — (Α) [μάγαδις] 1. παίζω το μουσικό όργανο μάγαδις 2. παίζω, συνοδεύω κάποιον, συμψάλλω στον διαπασών τόνο, επειδή οι χορδές τής μαγάδιδος ήταν χορδισμένες μεταξύ τους κατά οκτώ τόνους ή κατά μία οκτάβα («μαγαδίζειν ἐν τῇ διαπασῶν συμφωνίᾳ»,… …
10πλαγιομάγαδις — άδεως, ἡ, Α πλάγια μάγαδις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + μάγαδις «έγχορδο μουσικό όργανο»] …
- 1
- 2