μαίνομαι
1μαίνομαι — βλ. πίν. 46 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) …
2μαίνομαι — rage pres ind mp 1st sg …
3μαίνομαι — (AM μαίνομαι) 1. είμαι ή γίνομαι μανιώδης, κατέχομαι από μανία («χεῑρες ἄαπτοι μαίνονται», Ομ. Ιλ.) 2. είμαι πολύ οργισμένος, πνέω μένεα («πατὴρ φρεσὶ μαίνεται οὐκ ἀγαθῇσι», Ομ. Ιλ.) 3. ξεσπώ ορμητικά, εκδηλώνομαι με ακατάσχετη ορμή, μανιάζω (α.… …
4μαίνομαι — 1. αμτβ., φέρομαι σαν τρελός, είμαι έξω φρενών, με πιάνει μανία: Όταν αντιλήφθηκε την κλοπή, άρχισε να μαίνεται. 2. μτφ., ξεσπώ με ασυγκράτητη ορμή: Η καταιγίδα μαινόταν όλη μέρα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5μανησόμενον — μαίνομαι rage fut part pass masc acc sg μαίνομαι rage fut part pass neut nom/voc/acc sg μαίνομαι rage fut part mid masc acc sg μαίνομαι rage fut part mid neut nom/voc/acc sg …
6μαίνεσθε — μαίνομαι rage pres imperat mp 2nd pl μαίνομαι rage pres ind mp 2nd pl μαίνομαι rage imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …
7μαινομένων — μαίνομαι rage pres part mp fem gen pl μαίνομαι rage pres part mp masc/neut gen pl …
8μαινόμεθα — μαίνομαι rage pres ind mp 1st pl μαίνομαι rage imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …
9μαινόμενον — μαίνομαι rage pres part mp masc acc sg μαίνομαι rage pres part mp neut nom/voc/acc sg …
10μαινόμεσθα — μαίνομαι rage pres ind mp 1st pl μαίνομαι rage imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …