μίᾰ

  • 51Αμφιγένεια — Μια από τις αρχαιότερες πόλεις της Μεσσηνίας. Αναφέρεται από τον Όμηρο στον κατάλογο των πλοίων που έστειλαν στην Τροία οι διάφορες ελληνικές πόλεις. To 1960 βρέθηκαν στη σημερινή θέση Ελληνικό, ανατολικά της Κυπαρισσίας, τα ερείπια αξιόλογης… …

    Dictionary of Greek

  • 52εξώδερμα — Μία από τις τρεις βλαστικές στιβάδες του εμβρύου. Πρόκειται για την εξωτερική στιβάδα κυττάρων, που στους ανώτερους οργανισμούς δίνει γένεση στο δέρμα, στα μαλλιά, στα νύχια, καθώς επίσης και στο νευρικό σύστημα. Βλ. λ. έμβρυο. * * * το 1. το… …

    Dictionary of Greek

  • 53ζούγκλα — Μία από τις μορφές του ισημερινού δάσους (Ινδία και νοτιοανατολική Ασία). Είναι σκοτεινή και διασχίζεται από τέλματα. Τα δέντρα είναι εξαιρετικά πυκνά και ψηλά, ενώ από τα κλαδιά τους κρέμονται ευλύγιστες ξυλώδεις κληματίδες. * * * η 1. ονομασία… …

    Dictionary of Greek

  • 54θαλλόφυτα — Μία από τις τρεις μεγάλες υποδιαιρέσεις του φυτικού κόσμου που περιλαμβάνει τα φύλλα των μυξομυκήτων, των ευγλενοφυκών, των πυροφυκών, των χρυσοφυκών, των χλωροφυκών, των χαροφυκών, των φαιοφυκών, των ροδοφυκών, των ενυκήτων και των λειχήνων. Τα… …

    Dictionary of Greek

  • 55ιουλίς — Μία από τις τέσσερις αρχαίες πόλεις της Κέας. Υπήρξε πατρίδα των ποιητών Βακχυλίδη και Σιμωνίδη του Κείου, του γιατρού Ερασίστρατου και του φιλοσόφου Αρίστωνα. * * * η (Α ἰουλίς) [ίουλος] νεοελλ. γένος ακανθοπτερύγιων ψαριών που περιλαμβάνει… …

    Dictionary of Greek

  • 56κατάληψη — Μία από τις διαδοχικές φάσεις αυξανόμενης σαφήνειας, στις οποίες διακρίνουν οι κλασικοί φιλόσοφοι και ψυχολόγοι τη διαδικασία της γνώσης. Οι άλλες δύο είναι η αίσθηση και η αντίληψη. Ο Λάιμπνιτς, δημιουργός του όρου κ., ο Καντ, ο Χέρμπαρτ, ο… …

    Dictionary of Greek

  • 57μονάρχης — Μια εντυπωσιακή ως προς τον χρωματισμό και το μέγεθος πεταλούδα της Βόρειας Αμερικής (είδος Danaus plexippus της οικογένειας των δαναϊδων της τάξης των λεπιδόπτερων). Έχει έκταση φτερών μέχρι 8 εκ. και σχηματίζει μεγάλα σμήνη που μετακινούνται… …

    Dictionary of Greek

  • 58περσέπολις — Μία από τις πρωτεύουσες της αρχαίας περσικής αυτοκρατορίας, όπου σώζονται οι τάφοι των Περσών βασιλιάδων. Ιδρύθηκε από τον Δαρείο A΄ γύρω στα τέλη του 6ου αι. π.Χ. και επεκτάθηκε από τον γιο του Ξέρξη A΄ και τον Αρταξέρξη A΄. Ήταν χτισμένη στα Ν… …

    Dictionary of Greek

  • 59πολύμνια — Μία από τις εννέα Μούσες, κόρη του Δία και της Μνημοσύνης, προστάτιδα της λυρικής ποίησης και της ορχηστικής και δημιουργός της λύρας. Ήταν μητέρα του Ορφέα από τον Οίαγρο. Η Μούσα Πολόμνια. Άγαλμα του 2ου π.Χ. αι. (Μουσείο του Καπιτωλίου, Ρώμη) …

    Dictionary of Greek

  • 60σθένω — Μία από τις τρεις Γοργόνες. > Γοργόνες και Γοργώ. * * * ΜΑ [σθένος] (με απρμφ.) έχω τη δύναμη, μπορώ να κάνω κάτι (α. «οὐ σθένει γλῶσσα, Δέσποινα, ὑμνολογῆσαι Σε», Ακολ. Ακάθ. Υμν. β. «βοηθεῑν με οὐκ ἔσθενον», ΠΔ γ. «oἱ μὲν οὐδέπω μακρὰν… …

    Dictionary of Greek