μίᾰ

  • 31Ωκυπέτη — Μία από τις μυθικές Άρπυιες, οι οποίες προσωποποιούσαν τους θυελλώδεις ανέμους. Τα ονόματα τους (Ωκυπέτη, Αελλώ, Ωκυπόδη, Ποδάργη κλπ.) δηλώνουν τη γρηγοράδα στο πέταγμά τους (ωκύς = ταχύς, ταχυκίνητος). Ω. σημαίνει π.χ. Γοργοπετούσα. Μαζί με τις …

    Dictionary of Greek

  • 32εμσέριος σειρά — Μία από τις πέντε σειρές στρωμάτων στις οποίες υποδιαιρείται η ανώτερη κρητιδική ή νεοκρητιδική υποδιάπλαση. Χαρακτηριστικά της πετρώματα είναι οι γλαυκονιτικές, ασβεστολιθικές ή αργιλώδεις μάργες, που συναντώνται ιδιαίτερα στην περιοχή του… …

    Dictionary of Greek

  • 33επιλίμνιο — Μία από τις τρεις ζώνες στις οποίες χωρίζονται κατακόρυφα τα νερά των λιμνών. Η πρώτη, η ανώτερη ζώνη, είναι εκείνη όπου το νερό κυκλοφορεί αρκετά, ενώ το οξυγόνο βρίσκεται σε ποσότητες που ευνοούν τη ζωή και το φως· τόσο από άποψη ποιότητας όσο… …

    Dictionary of Greek

  • 34ναύλος — Μια από τις κύριες περιοχές της σύμβασης ναύλωσης, ναυτικής ή εναέριας, είναι το τίμημα που οφείλει να πληρώσει το πρόσωπο (ναυλωτής) προς το συμφέρον και για λογαριασμό του οποίου ο πλοιοκτήτης (εκναυλωτής) διαθέτει είτε κατά τη διάρκεια μιας… …

    Dictionary of Greek

  • 35τριπολίτιδα — Μια από τις 3 επαρχίες της Λιβύης (έκταση 353.000 τ. χλμ., περ. 1.000.000 κάτ.). Πρωτεύουσα της επαρχίας είναι η Τρίπολη. Η Τ. περιλαμβάνει κυρίως ένα ξηρό οροπέδιο, που δέχεται ελάχιστες βροχές. Στα Β βρέχεται από τη Μεσόγειο Θάλασσα, στα ΝΔ… …

    Dictionary of Greek

  • 36Βένετοι — Μία από τις δύο αντίπαλες φατρίες στις αρματοδρομίες του ιπποδρόμου στο Βυζάντιο. Οι B. λέγονταν και Κυανοί ή Γαλάζιοι και οι αντίπαλοί τους Πράσινοι. Οι ονομασίες αυτές οφείλονταν στο χρώμα της στολής των αρματοδρόμων. Παράλληλα, Β. και Πράσινοι …

    Dictionary of Greek

  • 37διεγερτικές συνάψεις — Μία από τις δύο κατηγορίες νευρικών συνάψεων του κεντρικού νευρικού συστήματος. Πρόκειται για συνάψεις που διαβιβάζουν τη διέγερση πάντα προς μία κατεύθυνση. Το άλλο είδος συνάψεων, οι ανασταλτικές, διακόπτουν τη μετακίνηση της διέγερσης …

    Dictionary of Greek

  • 38εαρινές ανθίσεις — Μία από τις δύο κατηγορίες ταχύτατων εποχιακών ποσοτικών αυξήσεων που παρατηρούνται στους μικροσκοπικούς φυτικούς οργανισμούς, οι οποίοι αποτελούν το φυτοπλαγκτόν (η άλλη συμβαίνει κατά το φθινόπωρο). Οι ε.α. οφείλονται σε ανοδικά ρεύματα που… …

    Dictionary of Greek

  • 39Μάλι, αυτοκρατορία — Μια από τις λεγόμενες σουδανικές αυτοκρατορίες (οι άλλες δύο ήταν η Γκάνα και η Σονγκάι) οι οποίες διαδέχονταν η μία την άλλη μεταξύ 8ου και 16ου αι. και κυριάρχησαν σε εκτεταμένες περιοχές της δυτικής Αφρικής. Περίπου το 1000 είχε ήδη ιδρυθεί… …

    Dictionary of Greek

  • 40μονοκοτυλήδονα ή μονοκότυλα — Μία από τις δύο μεγάλες υποδιαιρέσεις των αγγειόσπερμων φυτών, με κύριο χαρακτηριστικό ότι το έμβρυό τους συνοδεύεται από ένα μόνο εμβρυακό φύλλο ή κοτυληδόνα· γενικά έχουν φύλλα επιμήκη, ταινιόμορφα, ωοειδή ή λογχοειδή, με τις νευρώσεις σχεδόν… …

    Dictionary of Greek