μίᾰ

  • 21γεωσύγχρονη τροχιά — Μία γήινη τροχιά που ακολουθεί ένας δορυφόρος (κίνηση από Δ προς Α) με περίοδο 23 ώρες, 56 λεπτά και 4,1 δευτερόλεπτα, ίση δηλαδή με την περίοδο περιστροφής της Γης γύρω από τον άξονά της. Αν η τροχιά είναι κεκλιμένη σε σχέση με το ισημερινό… …

    Dictionary of Greek

  • 22διαγωγιμότητα — Μία από τις τρεις σημαντικές παραμέτρους που χρησιμοποιούνται για την περιγραφή της συμπεριφοράς των τριόδων λυχνιών σε κυκλώματα. Συμβολίζεται με gm και ορίζεται ως ο διαφορικός λόγος: όπου ia το ανοδικό ρεύμα, Vg η τάση πλέγματος και Va η… …

    Dictionary of Greek

  • 23δικαιοδοτική λειτουργία — Μία από τις τρεις λειτουργίες στις οποίες εκδηλώνεται η κυριαρχία του νεότερου κράτους· συνίσταται στην αποκλειστική εξουσία εφαρμογής των νόμων σε περίπτωση παράβασης ή αμφισβήτησης, με τον τερματισμό των ερίδων μετά από αποφάσεις υποχρεωτικής… …

    Dictionary of Greek

  • 24δευτερόλεπτο — Μία από τις θεμελιώδεις μονάδες του Διεθνούς Συστήματος Μονάδων (SI), που ορίζεται ως η διάρκεια 9.192.631.770 περιόδων ακτινοβολίας της αντίστοιχης μετάπτωσης ανάμεσα σε δύο υπέρλεπτες στάθμες της βασικής κατάστασης του ατόμου του καισίου 133Cs …

    Dictionary of Greek

  • 25Αιγικορείς — Μία από τις τέσσερις αρχαίες φυλές της Αττικής και πολλών άλλων ιωνικών πόλεων. Οι άλλες ήταν οι Αργαδείς, οι Οπλίτες και οι Γελέοντες. Επειδή η ετυμολογία των λέξεων ήταν άγνωστη υπήρχαν δύο ερμηνείες. Η μία ότι τις δημιούργησε ο Ίων και τους… …

    Dictionary of Greek

  • 26Ζεν — Μία από τις πολυάριθμες βουδιστικές αιρέσεις, που στηρίζεται στην πεποίθηση ότι η αυτοσυγκέντρωση αποτελεί τη βασική πηγή του εσωτερικού φωτισμού. Πρόκειται για ιαπωνική λέξη, που προέρχεται από την κινεζική τσαν, που με τη σειρά της προέρχεται… …

    Dictionary of Greek

  • 27πυθαγόρεια σχολή — Μια από τις σπουδαιότερες φιλοσοφικές σχολές της αρχαίας Ελλάδας. Ιδρύθηκε από τον Πυθαγόρα και έζησε πάνω από δέκα αιώνες, με περιόδους εξαιρετικής ακμής και περιόδους κατάπτωσης. Μεταξύ των άμεσων μαθητών του Πυθαγόρα, των λεγόμενων… …

    Dictionary of Greek

  • 28Πάσχα — Μια από τις μεγαλύτερες θρησκευτικές γιορτές της χριστιανοσύνης, η οποία γίνεται σε ανάμνηση του θανάτου και της Ανάστασης του Χριστού. Αρχικά ήταν εβραϊκή γιορτή (ο όρος προέρχεται από το εβραϊκό πεσάχ = διάβαση), που συνδεόταν με τη βιβλική… …

    Dictionary of Greek

  • 29Πανδιονίς — Μια από τις 10 αρχαίες φυλές της Αττικής, που πήρε το όνομά της από τον βασιλιά Πανδίονα. Bλ. λ. Πανδίων, όνομα μυθολογικών προσώπων (5). * * * ίδος, ή, Α [Πανδίων] 1. η κόρη τού μυθικού βασιλιά Πανδίονος 2. μία από τις δέκα φυλές τής αρχαίας… …

    Dictionary of Greek

  • 30Πολύμνια — Μία από τις εννέα Μούσες, κόρη του Δία και της Μνημοσύνης, προστάτιδα της λυρικής ποίησης και της ορχηστικής και δημιουργός της λύρας. Ήταν μητέρα του Ορφέα από τον Οίαγρο. Η Μούσα Πολόμνια. Άγαλμα του 2ου π.Χ. αι. (Μουσείο του Καπιτωλίου, Ρώμη) …

    Dictionary of Greek