μίᾰ

  • 101Ιπποθοωντίδα — Μία από τις 10 φυλές της Αττικής, που ιδρύθηκαν γύρω στο 508 π.Χ. από τον Κλεισθένη, στο πλαίσιο των μεταρρυθμίσεών του. Το όνομά της οφείλεται στον Ιπποθόοντα και είναι γνωστό πως στη φυλή αυτή ανήκαν και οι δήμοι της Δεκέλειας, της Ελευσίνας,… …

    Dictionary of Greek

  • 102ισότροπος ακτινοβολητής — Μία ιδανική φανταστική κεραία που εκπέμπει προς όλες τις διευθύνσεις ηλεκτρομαγνητική ενέργεια ίσης έντασης και παρουσιάζει σε κάθε επίπεδο κυκλική ισοκατανομή. Κεραίες με ιδιότητες όσο γίνεται πλησιέστερες προς αυτές της ισοτρόπου κεραίας… …

    Dictionary of Greek

  • 103Κασσάνδρας, χερσόνησος — Μία από τις τρεις χερσονήσους της Χαλκιδικής (βλ. λ.) …

    Dictionary of Greek

  • 104καψιένια βαθμίδα — Μία από τις βαθμίδες της μεσολιθικής εποχής που εντοπίζεται στην Αφρική. Ονομάζεται και καψία. Η βαθμίδα αυτή επισημάνθηκε κατά τη διάρκεια ανασκαφών στην Τυνησία, στην Αλγερία και στην ανατολική Αφρική. Οι μεσολιθικοί άνθρωποι που ζούσαν στην… …

    Dictionary of Greek

  • 105κοίλη φλέβα — Μία από τις μεγάλες φλέβες που φέρνουν μη οξυγονωμένο αίμα από τοσώμα στο δεξιό τμήμα της καρδιάς …

    Dictionary of Greek

  • 106κοιλιακή αρτηρία — Μια αρτηρία που διακλαδίζεται από την αορτή και τροφοδοτεί με αίμα τα πεπτικά όργανα του επάνω κοιλιακού τμήματος …

    Dictionary of Greek

  • 107κυβικό σύστημα — Μία από τις επτά υποδιαιρέσεις της κρυσταλλικής κατάταξης των κρυστάλλων. Περιλαμβάνει όλους τους κρυστάλλους με τριπλό σύστημα κρυσταλλογραφικών αξόνων, οι οποίοι σχηματίζουν μεταξύ τους γωνίες (α,β,γ) ίσες με 90°. Οι θεμελιώδεις παράμετροι (a,b …

    Dictionary of Greek

  • 108λαγκοανική φυλή — Μία από τις τυπικές φυλές της Νότιας Αμερικής –σύμφωνα με την ταξινόμηση του ανθρωπολόγου Ρενάτο Μπιαζούλτι– που χαρακτηρίζεται από ανάστημα λίγο κατώτερο του μέσου (1,60 μ.), στενό και ψηλό (δολιχόμορφο) κρανίο, πλατύ πρόσωπο με έντονα υπερόφρυα …

    Dictionary of Greek

  • 109λαδόγια διάπλαση — Μία από τις διαπλάσεις στις οποίες ο Σέντερχολμ διαίρεσε τα στρώματα του αρχαϊκού ή αζωικού αιώνα τα οποία παρουσιάζονται στη Σκανδιναβία και στη Φιλανδία. Τα στρώματα της λ.δ. αναπτύσσονται ιδιαίτερα στη βόρεια όχθη της λίμνης Λαδόγα, καθώς και… …

    Dictionary of Greek

  • 110Λεοντίς ή Λεωντίς — Μία από τις φυλές που αποτελούσαν τον πληθυσμό της αρχαίας Αθήνας, όπως τις είχε καθορίσει ο Κλεισθένης το 508 π.Χ. Σύμφωνα με τον Ξενοφώντα, η φυλή αυτή ερχόταν τέταρτη κατά σειρά, αλλά ο Πολυδεύκης ο Πολύαινος την αναφέρει σε σχόλιά του ως… …

    Dictionary of Greek