μίνωος
1μινώος — μινῷος, ῴα, ον και μινώϊος, ΐα, ον, θηλ. και μινωΐς, ΐδος (Α) [Μίνως] 1. μινωικός 2. (το αρσ. ως κύριο όν.) ό Μινῷος ονομασία μήνα σε έναν φανταστικό λαό, τους Μάκαρες 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ μινῴα (κατά τον Ησύχ.) «εἶδος σταφυλῆς» …
2Μινῷος — Μῑνῷος , Μινώιος masc nom sg (attic) …
3Μίνωος — Μί̱νω̆ος , Μίνως masc gen sg …
4Minos Kalokairinos — Minos Andreas Kalokairinos (griechisch Μίνως Καλοκαιρινός; * 1843 in Iraklio; † 1907 in Iraklio) war ein griechischer Archäologe. Er führte als erster Grabungen in Knossos auf Kreta durch. Er war der jüngste Sohn des kythirischen Händlers… …
5Ραδάμανθυς — Πρόσωπο της ελληνικής μυθολογίας, γιος του Δία και της Ευρώπης και αδελφός του Μίνωα και του Σαρπηδόνα. Υιοθετήθηκε με τους αδελφούς του από τον σύζυγο της μητέρας τους, τον βασιλιά της Κρήτης Αστερίωνα, τον οποίο διαδέχτηκε ο Μίνως. Ο Ρ.… …
6Φαίδρα — Ηρωίδα της ελληνικής μυθολογίας, κόρη του Μίνωα και της Πασιφάης. Κατά τον γνωστότερο μύθο, που χρησιμοποίησε ο Ευριπίδης σε δύο τραγωδίες του (τον χαμένο Ιππόλυτο καλυπτόμενο και τον Ιππόλυτο στεφανηφόρο), η Φ., γυναίκα του βασιλιά της Αθήνας… …
7δαίδαλος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήρωας της ελληνικής μυθολογίας, δισέγγονος του βασιλιά της Αθήνας Ερεχθέα. Περίφημος τεχνίτης (το όνομά του προέρχεται από το ρήμα δαιδάλλω, που σημαίνει εργάζομαι με τέχνη), κατασκεύασε σπουδαία αρχιτεκτονικά και γλυπτά… …
8μινωίς — μινωΐς, ΐδος, ἡ (Α) βλ. μινώος …
9μινώιος — μινώϊος, ΐα, ον (Α) βλ. μινώος …
10νεκρόταγος — νεκρόταγος, ὁ (Α) (επίθ. τού Μίνωος) ο άρχοντας, ο κριτής τών νεκρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * + ταγός] …
- 1
- 2