μίλι

  • 21μιλιοδρομώ — μιλιοδρομῶ, έω (Α) (για ιππέα) διατρέχω στον ιππόδρομο απόσταση ίση με ένα μίλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μίλιον + δρομῶ (< δρόμος), πρβλ. πελαγοδρομώ] …

    Dictionary of Greek

  • 22μιλλι- — μετρολ. βλ. μιλι …

    Dictionary of Greek

  • 23ναυτικός — ή, ὁ (ΑΜ ναυτικός, ή, όν) [ναύτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πλοίο ή στη ναυτιλία 2. το αρσ. ως ουσ. ο ναυτικός αυτός που εργάζεται σε πλοίο είτε ως απλός ναύτης είτε ως βαθμοφόρος 3. το θηλ. ως ουσ. η ναυτική γνώση και εμπειρία ή… …

    Dictionary of Greek

  • 24πέλλα — I Πόλη στην περιοχή της αρχαίας Βοττιαίας, που την έκανε πρωτεύουσα των Μακεδόνων ο Αρχέλαος (413 399 π.Χ.). Υπήρξε έδρα του Φιλίππου και γενέτειρα του Αλεξάνδρου, απετέλεσε σπουδαίο κέντρο του ελληνισμού κατά την εποχή των διαδόχων, περιήλθε… …

    Dictionary of Greek

  • 25χιλιοστοαμπέρ — το, Ν άκλ. φυσ. το μιλιαμπέρ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. milliampere < milli (βλ. μιλι ), το οποίο αποδόθηκε στον ελλ. τ. με το αντίστοιχο χιλιοστο , + ampere] …

    Dictionary of Greek

  • 26χιλιοστοαμπερόμετρο — το, Ν φυσ. το μιλιαμπερόμετρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. milliamperemeter < milli (βλ. μιλι ), το οποίο στον ελλ. τ. αποδόθηκε με το αντίστοιχο χιλιοστο , + amperometer «αμπερόμετρο»] …

    Dictionary of Greek

  • 27χιλιοστόβαρο — το, Ν (παλ.τ.) (μετεωρ.) το μιλιμπάρ. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. milli bar < milli (βλ. μιλι ), το οποίο στον ελλ. τ. αποδόθηκε με το χιλιοστο , + bar (< βάρος)] …

    Dictionary of Greek

  • 28χιλιοστόγραμμο — το, Ν μετρολ. μετρική μονάδα βάρους ίση προς το ένα χιλιοστό τού γραμμαρίου, κν. μιλιγκράμ. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. milligram < milli (βλ. μίλι ), το οποίο στον ελλ. τ. αποδόθηκε με το αντίστοιχο χιλιοστο , + gram (<… …

    Dictionary of Greek

  • 29χιλιοστόλιτρο — το, Ν μετρολ. μονάδα όγκου, με σύμβολο ml, ίση προς το ένα χιλιοστό τού λίτρου, κν. μιλιλίτρ. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. milliliter < milli (βλ. μιλι ), το οποίο στον ελλ. τ. αποδόθηκε με το χιλιοστο , + liter (βλ. λίτρο)] …

    Dictionary of Greek

  • 30χιλιοστόμετρο — το, Ν μετρολ. μετρική μονάδα μήκους ίση προς το ένα χιλιοστό τού μέτρου, κν. μιλιμέτρ. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. millimeter < milli (βλ. μιλι ), το οποίο στον ελλ. τ. αποδόθηκε με το χιλιοστό , + meter (< μέτρο)] …

    Dictionary of Greek