μίλι

  • 11μιλιασμός — μιλιασμός, ὁ (Α) [μιλιάζω] μέτρηση κατά μίλια και τοποθέτηση μιλιοδεικτών ανά μίλι …

    Dictionary of Greek

  • 12μιλιβόλτ — το μετρολ. μονάδα ηλεκτρικού δυναμικού, με σύμβολο mV, ίση προς το ένα χιλιοστό τού βολτ. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. μιλι ] …

    Dictionary of Greek

  • 13μιλιγκράμ — το μετρολ. μονάδα μάζας, με σύμβολο mg, η οποία είναι γνωστή και ως χιλιοστόγραμμο και ισούται προς το ένα χιλιοστό τού γραμμαρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. μιλι ] …

    Dictionary of Greek

  • 14μιλιλίτρ — το μετρολ. μονάδα όγκου, με σύμβολο ml, η οποία είναι ίση προς το ένα χιλιοστό τού λίτρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. μιλι ] …

    Dictionary of Greek

  • 15μιλιμέτρ — το μετρολ. μονάδα μήκους, με σύμβολο mm, που είναι γνωστή και ως χιλιοστόμετρο και είναι ίση προς το ένα χιλιοστό τού μέτρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. μιλι ] …

    Dictionary of Greek

  • 16μιλιμικρόν — το μετρολ. παλαιότερη ονομασία τής μονάδας μήκους νανόμετρο, με σύμβολο mμ, ίσης με ένα δισεκατομμυριοστό τού μέτρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. μιλι ] …

    Dictionary of Greek

  • 17μιλιμπάρ — (millibar). Μονάδα μέτρησης της πίεσης, ίση με ένα χιλιοστό του μπαρ, που συμβολίζεται mb. Χρησιμοποιείται στις μετεωρολογικές παρατηρήσεις για τη μέτρηση της ατμοσφαιρικής πίεσης, η οποία παλαιότερα υπολογιζόταν σε χιλιοστόμετρα ή σε αγγλικούς… …

    Dictionary of Greek

  • 18μιλιμπάρν — το μετρολ. μονάδα επιφάνειας η οποία χρησιμοποιείται κυρίως στην ατομική και στην πυρηνική φυσική, έχει σύμβολο mb και ισούται προς το ένα χιλιοστό τού μπαρν ή προς 10 31 τού τετραγωνικού μέτρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. μιλι ] …

    Dictionary of Greek

  • 19μιλιμόλ — το μετρολ. μονάδα μάζας η οποία χρησιμοποιείται κυρίως στη χημεία, έχει σύμβολο mmol και ισούται προς το ένα χιλιοστό τού μολ. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. μιλι ] …

    Dictionary of Greek

  • 20μιλιοδείκτης — ο κιονίσκος κατά μήκος τών δρόμων για ένδειξη τών αποστάσεων σε μίλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μίλι + δείκτης (< δείχνω), πρβλ. ωρο δείκτης] …

    Dictionary of Greek