μίλα

  • 1Μίλα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ., 71 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεσσήνης του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού, στις βόρειες απολήξεις του όρους Ιθώμη, 37 χλμ. ΒΔ της Καλαμάτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μελιγαλά …

    Dictionary of Greek

  • 2γραμματική — Μελέτη των κανόνων μιας γλώσσας και ιδιαίτερα του μορφολογικού μέρους της (πτώσεις, κλίσεις κλπ.). Εφόσον η διδασκαλία και η εκμάθηση ενός οποιουδήποτε κανόνα της ορθής ομιλίας προϋποθέτει την περιγραφή μιας καθορισμένης γλωσσικής κατάστασης, ο… …

    Dictionary of Greek

  • 3κακολογάς — ο 1. αυτός που μιλά για τους άλλους άσχημα, που κακολογεί, κακολόγος 2. αυτός που μιλά με θρασύτητα 3. αυτός που συνήθως μιλά απρεπώς, ο βωμολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + λογάς, πρβλ. πολυ λογάς] …

    Dictionary of Greek

  • 4Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …

    Dictionary of Greek

  • 5Modern Greek grammar — Main article: Modern Greek The grammar of Standard Modern Greek, as spoken in present day Greece and Cyprus, is basically that of Demotic Greek, but it has also assimilated certain elements of Katharevousa, the archaic, learned variety of Greek… …

    Wikipedia

  • 6Писсис, Стелиос — Стелиос Писсис Дата рождения 1976 год(1976) Место рождения Лимасол Лейблы MusicHeaven …

    Википедия

  • 7Терзис, Пасхалис — Пасхалис Терзис …

    Википедия

  • 8αραβόφωνος — η, ο 1. αυτός που μιλά την αραβική γλώσσα χωρίς να είναι Άραβας στην εθνικότητα («αραβόφωνοι Σύροι») 2. αυτός που μιλά την αραβική («όλος ο αραβόφωνος κόσμος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < Άραψ( βος) + φωνή. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Ι. Βαλαβάνη] …

    Dictionary of Greek

  • 9δίγλωσσος — η, ο (Α σσος, ον και ττος, ον) 1. αυτός που έχει δύο γλώσσες 2. αυτός που μιλά δύο γλώσσες 3. (για επιγραφές, βιβλία, νόμους κ.λπ.) ο συντεταγμένος σε δύο γλώσσες νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το δίγλωσσο αρχ. 1. δόλιος, απατηλός («οὕτως ὁ ἁμαρτωλὸς ὁ… …

    Dictionary of Greek

  • 10διάλεκτος — Όρος που χρησιμοποιείται για να δηλώσει είτε ένα τοπικό γλωσσικό ιδίωμα σε αντιδιαστολή προς μία εθνική γλώσσα είτε μία ομάδα τοπικών ιδιωμάτων, τα οποία, πέρα από παραλλαγές, σημαντικές σε ορισμένες περιπτώσεις, περιέχουν κοινά φωνητικά,… …

    Dictionary of Greek