μίλα

  • 91δίφωνος — η, ο (AM δίφωνος, ον) νεοελλ. μουσ. (για τραγούδι) αυτό που τραγουδιέται με δύο φωνές αρχ. αυτός που μιλά δύο γλώσσες, δίγλωσσος …

    Dictionary of Greek

  • 92διγλωσσία — Γνώση και χρήση δύο γλωσσών· υπό ευρεία έννοια, ο όρος δ. χρησιμοποιείται και στις καταστάσεις τριγλωσσίας ή πολυγλωσσίας. Αντίθετος του όρου δ. είναι ο όρος μονογλωσσία. (Γλωσσ.) Το είδος των γλωσσών που χρησιμοποιεί ένα δίγλωσσο άτομο είναι… …

    Dictionary of Greek

  • 93δογματιστής — ο (AM δογματιστής) [δογματίζω] 1. οπαδός και υπερασπιστής τών δογμάτων τής πίστεως (ιδίως τής χριστιανικής) 2. αυτός που πιστεύει, υποστηρίζει δόγματα, διδάσκει με δόγματα νεοελλ. 1. οπαδός τής θεωρίας τού δογματισμού 2. αυτός που μιλά δογματικά …

    Dictionary of Greek

  • 94δρόμος — ο (AM δρόμος) 1. (για έμψυχα) τρέξιμο, τρεχάλα 2. (για ουράνια σώματα ή σύννεφα) κίνηση, περιφορά, τροχιά 3. η ταχύτητα με την οποία διανύεται ένα διάστημα («ο δρόμος τού πλοίου μετριέται με δρομόμετρο») 4. η απόσταση που μπορεί κανείς να… …

    Dictionary of Greek

  • 95δύσφραστος — δύσφραστος, ον (Α) 1. αυτός που δύσκολα εκφράζεται ή ερμηνεύεται, μυστηριώδης («τρόπον τινὰ δύσφραστον») 2. δύσκολος 3. αυτός που μιλά με δυσκολία …

    Dictionary of Greek

  • 96είρωνας — ο και είρων, ο, η (AM εἴρων) αυτός που προσποιείται ότι πιστεύει κάτι με απώτερο σκοπό να τό ανασκευάσει, κοροϊδεύει με λεπτότητα νεοελλ. αυτός που μιλά ή γράφει με περιπαιχτική διάθεση, κοροϊδεύει τα ελαττώματα ή τις αδυναμίες τών άλλων αρχ. 1.… …

    Dictionary of Greek

  • 97εγγαστρίμυθος — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται τα άτομα που κατορθώνουν να μιλούν χωρίς να κινούν τα χείλη, ώστε να προκαλούν την εντύπωση ότι η φωνή τους δεν προέρχεται από το στόμα αλλά από την κοιλιά (απ’ που προήλθε και η ονομασία ε.) ή, σε νεότερες… …

    Dictionary of Greek

  • 98εγωτισμός — (egotisme). Όρος που επινοήθηκε από τον Γάλλο συγγραφέα Σταντάλ και χαρακτηρίζει την τάση κάποιου να μιλά ή να γράφει για τον εαυτό του. Ως φιλοσοφικός όρος, ο ε. σημαίνει την υπερβολική αυτοανάλυση του ατόμου, με σκοπό την τελειοποίησή του. * *… …

    Dictionary of Greek

  • 99εικόνα — (Μαθημ.). Αν A,B δύο σύνολα, F μία απεικόνιση από το Α στο Β, δηλαδή ένα μη κενό υποσύνολο του καρτεσιανού γινομένου A x Β (Fc = A x Β) και (χ,ψ) F, τότε το ψ ονομάζεται μια ε. του χ κατά την απεικόνιση ψ. γεωμετρική ε. συνάρτησης. Αν f είναι… …

    Dictionary of Greek

  • 100εκκλησιαστής — Σοφιολογικό βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης, το προτελευταίο από τους πέντε κυλίνδρους που διάβαζαν στις μεγάλες γιορτές. Ο άγνωστος συγγραφέας του, σύμφωνα με το φιλολογικό σχήμα, εκθέτει τις σκέψεις του με το όνομα του Σολομώντα, του κύριου σοφού… …

    Dictionary of Greek