μίλα

  • 81αποσχίζω — κ. σκίζω (AM ἀποσχίζω) 1. σχίζω, αποσπώ βίαια, αποχωρίζω 2. ( ομαι) αποχωρίζομαι, αποσπώμαι (κυρίως από την Εκκλησία), γίνομαι σχισματικός νεοελλ. 1. σκίζω εντελώς, ολοκληρώνω το σκίσιμο 2. ( ομαι) μεταβαίνω από μια πολιτική παράταξη σε άλλη,… …

    Dictionary of Greek

  • 82απόλυτος — Ο αδέσμευτος, o ανεξάρτητος, ο απεριόριστος, ο ελεύθερος. Α. λέγεται επίσης και ο ολοκληρωτικός, o αυθύπαρκτος. (Γεωλ.)α. ηλικία πετρώματος. Η σχετικά ακριβής ηλικία σχηματισμού ενός πετρώματος η οποία μετριέται με τη βοήθεια νόμων της φυσικής… …

    Dictionary of Greek

  • 83αργοφωνία — ἀργοφωνία, η (Μ) το να μιλά κάποιος αργά …

    Dictionary of Greek

  • 84αρχαϊσμός — Η συνειδητή και ηθελημένη μίμηση αρχαϊκών τρόπων στον χώρο της τέχνης γενικότερα. Στον τομέα της γλώσσας, η χρήση λέξεων ή συντάξεων που έχουν περιέλθει πια σε αχρηστία και είναι ασυμβίβαστες προς τη δομή του λόγου της εποχής στην οποία… …

    Dictionary of Greek

  • 85ασύμφωνος — η, ο (AM ἀσύμφωνος, ον, Α και ἀξ ) αυτός που δεν είναι σύμφωνος με κάποιον άλλο, διαφορετικός νεοελλ. αυτός που έχει διαφορετική γνώμη, που διαφωνεί με κάποιον αρχ. 1. μη αρμονικός, παράφωνος 2. αυτός που δεν μιλά την ίδια γλώσσα με άλλον …

    Dictionary of Greek

  • 86αυθαδόστομος — η, ο (Α αὐθαδόστομος, ον) αυτός που μιλά με αυθάδεια …

    Dictionary of Greek

  • 87αυτοπαθής — ές (Α αὐτοπαθής, ές) (κυρίως για ρήματα και αντωνυμίες) αυτός που δηλώνει ότι η ενέργεια του υποκειμένου επιστρέφει στο ίδιο το υποκείμενο αρχ. Ι. αυτός που μιλά εξ ιδίας πείρας II. επίρρ. αὐτοπαθῶς ενστικτωδώς, αυθόρμητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο +… …

    Dictionary of Greek

  • 88αυτοσχεδιαστής — ο (Α αὐτοσχεδιαστής) [αυτοσχεδιάζω] αυτός που μιλά ή ενεργεί πρόχειρα, χωρίς προετοιμασία …

    Dictionary of Greek

  • 89γεγώνησις — γεγώνησις, η (Α) [γέγωνα] το να μιλά ή να φωνάζει κανείς δυνατά …

    Dictionary of Greek

  • 90γλωσσολαλία — η (AM γλωσσολαλία) το να μιλάει κανείς πολλές γλώσσες, η γλωσσομάθεια (αρχ. μσν.) το χάρισμα με θεϊκή επιφοίτηση να μιλά κανείς ξένες γλώσσες χωρίς να τίς έχει διδαχθεί …

    Dictionary of Greek