μίλα

  • 71ακριτοέπεια — η [ἀκριτοεπής] το να μιλά κανείς χωρίς κρίση, απερίσκεπτα, ανόητα …

    Dictionary of Greek

  • 72ακριτολόγος — ο αυτός που μιλά χωρίς περίσκεψη, ανόητος, ασύνετος. [ΕΤΥΜΟΛ. < άκριτος + λογος < λέγω ΠΑΡ. ακριτολογία, ακριτολογώ] …

    Dictionary of Greek

  • 73αλλόγλωσσος — η, ο (Α ἀλλόγλωσσος, ον) αυτός που μιλά ξένη γλώσσα, ο ξενόγλωσσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο * + γλωσσος < αρχ. γλῶσσα. ΠΑΡ. ἀλλογλωσσία] …

    Dictionary of Greek

  • 74αλλόθρους — ἀλλόθρους, ουν και οος, ον (Α) 1. αυτός που μιλά άλλη γλώσσα, ο ξενόγλωσσος 2. αλλότριος, ξένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο * + θροῦς] …

    Dictionary of Greek

  • 75ανθρωπολόγος — ο (Α ἀνθρωπολόγος, ον) νεοελλ. αυτός που ασχολείται επιστημονικά με την ανθρωπολογία αρχ. αυτός που μιλά πολύ και με ευχαρίστηση για ανθρώπους, αυτός που απολαμβάνει τη συζήτηση με τους συνανθρώπους του …

    Dictionary of Greek

  • 76ανθρωπόγλωσσος — ἀνθρωπόγλωσσος, ον (Α) (για τον παπαγάλο) αυτός που μιλά σαν άνθρωπος, που έχει ανθρώπινη λαλιά …

    Dictionary of Greek

  • 77αντίχριστος — Σύμφωνα με τη χριστιανική πίστη, είναι η προσωποποίηση εκείνου ο οποίος φρονεί και πράττει αντίθετα προς τον Χριστό. Τον όρο αυτό συναντούμε στις επιστολές του Ευαγγελιστή Ιωάννη (Α΄ Ιω. β΄18, δ΄3, Β΄ Ιω. 7). Ονομάζει Α. εκείνον που αρνείται τον… …

    Dictionary of Greek

  • 78αντεπηχώ — ἀντεπηχῶ ( έω) (Α) με κραυγές προσπαθώ να ενοχλήσω ή να παρεμποδίσω κάποιον που μιλά …

    Dictionary of Greek

  • 79αντικόβω — κ. κόφτω κ. σκόφτω (Α ἀντικόπτω, Μ ἀντικόφτω, σκόφτω) 1. διακόπτω κάποιον που μιλά, τον σταματώ για να μιλήσω εγώ 2. δημιουργώ προσκόμματα, εμποδίζω μσν. νεοελλ. διακόπτω αρχ. 1. αντικρούω, απωθώ, αντιστέκομαι 2. προβάλλω αντιρρήσεις 3. πνέω… …

    Dictionary of Greek

  • 80απεραντολόγος — (AM ἀπεραντολόγος, ον) αυτός που μιλά ακατάπαυστα, με ακατάσχετη φλυαρία …

    Dictionary of Greek