μίλα

  • 51Πίνδαρος — I Αρχαίος Έλληνας ποιητής (Κυνός Κεφαλαί, Βοιωτία 518 Άργος 440 π.Χ.), ο κορυφαίος των αρχαίων λυρικών. Ξένος πνευματικά στη μεταβολή που ακολούθησε μετά τους περσικούς πολέμους και οδήγησε στον θρίαμβο της δημοκρατίας, παράμεινε επίμονα… …

    Dictionary of Greek

  • 52Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …

    Dictionary of Greek

  • 53Σφίγγα — Η Σφιγξ των αρχαίων Ελλήνων. Μυθολογικό τέρας της Βοιωτίας με πρόσωπο ή και στήθος γυναίκας, σώμα λιονταριού, φτερά όρνιθας και ουρά φιδιού. Η Σ. ήταν κόρη της Έχιδνας και του Τυφώνα ή του Όρθρου. Κατά τον Ησίοδο, η Σ. ονομαζόταν Φιξ και ήταν… …

    Dictionary of Greek

  • 54Τάμιλ — οι, Ν εθνολ. λαός εγκατεστημένος, κυρίως, στη νότια Ινδία και στη Σρι Λάνκα, ο οποίος μιλά τη γλώσσα Ταμίλ, μία από τις κύριες γλώσσες τής δραβιδικής οικογένειας γλωσσών …

    Dictionary of Greek

  • 55Ταρτούφος — ο, Ν 1. ήρωας ομώνυμης κωμωδίας τού Μολιέρου, ενσάρκωση τής κακίας και τής υποκρισίας 2. ως προσηγ. α) άνθρωπος ανήθικος ο οποίος μιλά συνεχώς για την ηθική προκειμένου να εξαπατά έτσι τους αφελείς β) υποκριτής και ψευδευλαβής. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ …

    Dictionary of Greek

  • 56Τουαρέγκ — Νομαδικός πληθυσμός της Σαχάρας, που ζει κυρίως στο Μάλι και στον Νίγηρα. Ανθρωπολογικά είναι Βέρβεροι μιγάδες από μαύρους. Τα άτομα της φυλής αυτής είναι ψηλού αναστήματος, δολιχοκέφαλοι και έχουν σκουρόχρωμη επιδερμίδα. Οι παλαιότεροι πρόγονοί… …

    Dictionary of Greek

  • 57Τουρκάνα — οι, Ν άκλ. εθνολ. νειλωτικός πληθυσμός που ζει στη βορειοδυτική Κένυα και μιλά μια γλώσσα Τέζο …

    Dictionary of Greek

  • 58Τσάγγα — οι, Ν εθνολ. λαός που μιλά μια γλώσσα Μπάντου και ζει στις εύφορες νότιες πλαγιές τού όρους Κιλιμάντζαρο στη βόρεια Τανζανία, αλλ. Σάκα …

    Dictionary of Greek

  • 59Τσουάνα — οι, Ν άκλ. εθνολ. λαός τής Νότιας Αφρικής και τής Μποτσουάνα που μιλά γλώσσα Μπάντου, αλλ. Μπατσουάνα ή Μποτσουάνα ή Μπετσουάνα …

    Dictionary of Greek

  • 60άφθεγκτος — ἄφθεγκτος, ον (Α) [φθεγκτός] 1. άφωνος, αμίλητος 2. (για τόπους) αυτός στον οποίο κανείς δεν επιτρέπεται να μιλά 3. άρρητος, ανέκφραστος …

    Dictionary of Greek