μίλα

  • 111ευπροσήγορος — η, ο (ΑΜ εὐπροσήγορος, ον) αυτὸς που μιλά με φιλικό και ευγενικό τρόπο, ο προσηνής, ο καταδεκτικός. επίρρ... ευπροσηγόρως (Α εὐπροσηγόρως) με ευπροσήγορο τρόπο, φιλοφρόνως, με προσήνεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + προσ ήγορος] …

    Dictionary of Greek

  • 112εύλαλος — η, ο (ΑΜ εὔλαλος, ον) 1. ευφραδής, εύγλωττος 2. αυτός που μιλά ή ηχεί γλυκά και ευάρεστα, γλυκόλαλος, μελωδικός μσν. φλύαρος αρχ. 1. αυτός που κάνει κάποιον εύγλωττο, αυτός που λύνει τη γλώσσα 2. επίθ. τού Απόλλωνος 3. επίθ. τού Άργους. [ΕΤΥΜΟΛ.… …

    Dictionary of Greek

  • 113ηθικολόγος — ο, η 1. αυτός που μιλά, που πραγματεύεται περί ηθικής, που διδάσκει τί πρέπει να κάνεις κανείς και τί όχι 2. αυτός που δογματίζει συστηματικά περί ηθικής, αυτός που συνηθίζει να σχολιάζει συστηματικά τις πράξεις τών άλλων από στενή ηθική άποψη… …

    Dictionary of Greek

  • 114ηθολογία — Κλάδος της βιολογίας που έχει ως αντικείμενο μελέτης τη συμπεριφορά των ζώων. Η η. συγχέεται μερικές φορές με την οικολογία, η τελευταία όμως μελετά τις σχέσεις των οργανισμών με το περιβάλλον. * * * η (Α ἠθολογία) [ηθολόγος] νεοελλ. 1. το να… …

    Dictionary of Greek

  • 115θα — (μόριο) 1. δηλώνει κάτι που πρόκειται να γίνει στο μέλλον («θα γράψω») 2. δηλώνει δυνητική διάθεση («θα έγραφα, αν είχα καιρό») 3. δηλώνει κάτι το πιθανό («κάτι θα τού έτυχε, γι* αυτό δεν ήρθε»). [ΕΤΥΜΟΛ. θα < θανά < θε να (με αφομοίωση)… …

    Dictionary of Greek

  • 116θεηγόρος — θεηγόρος, ον (AM) 1. αυτός που μιλά, που πραγματεύεται για τον θεό 2. αυτός που εμπνέεται από τον θεό 3. αυτός που λέγεται ή λέχθηκε από τον θεό 3. το αρσ. ως ουσ. ό θεηγόρος ο θεολόγος. επίρρ... θεηγόρως θεολογικώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θε (βλ. θεο ) + …

    Dictionary of Greek

  • 117θεοφράδμων — θεοφράδμων, ον (Α) αυτός που μιλά θεϊκά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + φράδμων (< φράζω), πρβλ. ομο φράδμων, συμ φράδμων] …

    Dictionary of Greek

  • 118θερσιεπής — θερσιεπής, ές (Α) αυτός που μιλά με θάρρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέρσος, αιολ. τ. τού θάρσος, αττ. θάρρος + επής (< έπος), πρβλ. αμετρο επής, καλλι επής. Για τον σχηματισμό τού α συνθετικού πρβλ. δεξίδωρος, τερψίμβροτος] …

    Dictionary of Greek

  • 119θεός — Το υπέρτατο ον. Κατά τη θρησκευτική σκέψη είναι αιώνιο, δημιουργός και συντηρητής, πρώτη αιτία, άπειρη και μυστηριώδης, όλων όσα υπάρχουν. Στον πρωτόγονο άνθρωπο, η ιδέα του Θ. διαμορφώθηκε σε σχέση με τις τεράστιες ανάγκες, τα εμπόδια και τους… …

    Dictionary of Greek

  • 120θρασυγλωσσής — θρασυγλωσσής, ές (Α) αυτός που μιλά με αυθάδεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ * + γλώσσα] …

    Dictionary of Greek