μίλα

  • 101εκτραχηλίζω — και ξετραχηλίζω (AM ἐκτραχηλίζω) μσν. νεοελλ. μέσ. παραφέρομαι, παρασύρομαι μσν. μέσ. γυμνώνω τον τράχηλο ή το στήθος αρχ. 1. (για άλογο) ρίχνω τον αναβάτη πάνω από το κεφάλι μου 2. γεν. σπάω τον λαιμό κάποιου 3. ανατρέπω 4. μτφ. καταστρέφω,… …

    Dictionary of Greek

  • 102ελευθερόστομος — η, ο (AM ἐλευθερόστομος, ον) αυτός που μιλά με θάρρος και παρρησία νεοελλ. όποιος χρησιμοποιεί άσεμνες λέξεις και εκφράσεις …

    Dictionary of Greek

  • 103εναντιόφημος — ἐναντιόφημος, ον (Α) αυτός που αντιφάσκει, που μιλά αντιφατικά …

    Dictionary of Greek

  • 104ενικός — ή, ό (AM ενικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μονάδα, που δηλώνει την έννοια τού ενός, που σημαίνει ένα μόνο πρόσωπο ή πράγμα 2. γραμμ. «ενικός αριθμός» και, με παράλειψη τού «αριθμός», ως ουσ. ενικός η τυπική μορφή τών κλιτών… …

    Dictionary of Greek

  • 105επανάσταση — Η ριζική μεταβολή μιας ορισμένης τάξης πολιτικών και κοινωνικών πραγμάτων, η οποία, σε γενικές γραμμές, βασίζεται στην υποτιθέμενη ή στην πραγματική θέληση των λαϊκών μαζών και πραγματώνεται οργανωμένα και συνειδητά με μια ενέργεια περισσότερο ή… …

    Dictionary of Greek

  • 106ετεροφωνία — η (Α ἑτεροφωνία) η διαφορά τόνου, ήχου, φωνής νεοελλ. 1. το να μιλά κάποιος διαφορετική γλώσσα, η αλλοφωνία 2. ιατρ. ανώμαλη φωνή, παθολογικός φωνητικός διχασμός μερικών ατόμων που εκφέρουν φωνή συγχρόνως σε δύο τόνους 3. μουσ. αυτοσχεδιαστικός… …

    Dictionary of Greek

  • 107ετερόγλωσσος — η, ο (Α ἑτερόγλωσσος, ον και αττ. τύπος ἑτερόγλωττος, ον) αυτός που μιλά άλλη γλώσσα, ο ξενόγλωσσος, ο αλλόγλωσσος αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε διαφορετικές γλώσσες. επίρρ... ἑτερογλώσσως σε ξένη γλώσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * +… …

    Dictionary of Greek

  • 108ετερόφωνος — η, ο (Α ἑτερόφωνος, ον) αυτός που έχει διαφορετική φωνή νεοελλ. 1. αυτός που μιλά διαφορετική γλώσσα, ο αλλόγλωσσος, ο ξενόγλωσσος 2. αυτός που πάσχει από ετεροφωνία αρχ. συνεκδ. αυτός που δεν συμφωνεί, ο ασύμφωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + φωνος… …

    Dictionary of Greek

  • 109ετυμολογία — Η ιστορία της μορφής και της σημασίας μιας λέξης μεταξύ δύο χρονικών στιγμών που έχουμε διαλέξει συμβατικά. Για να αντιληφθούμε την ιστορία και τα προβλήματα της επιστήμης της ε., ο καλύτερος τρόπος είναι να ερευνήσουμε τις διαδοχικές σημασίες… …

    Dictionary of Greek

  • 110ευπερίτρεπτος — εὐπερίτρεπτος, ον (Α) 1. αυτός που ανατρέπεται, που αναποδογυρίζεται εύκολα 2. εύκαμπτος, ευλύγιστος 3. συνεκδ. αυτός που ανασκευάζεται εύκολα, που μεταστρέφεται εύκολα εις βάρος εκείνου που μιλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περι τρεπτος (< περι τρέπω) …

    Dictionary of Greek