μίγα
1μίγα — (Α) επίρρ. ανάμικτα, ανακατωμένα, μαζί με («μίγα κωκυτῷ γυναικῶν κρύβδα πέμπτον», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Από θ. μιγ τού μίγνυμι + επιρρμ. κατάλ. α] …
2μίγα — mixed indeclform (adverb) …
3μιγάδην — (Α) επίρρ. μίγα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μίγα + επιρρμ. κατάλ. άδην (πρβλ. τροχ άδην)] …
4μιγάδις — (Μ) επίρρ. μιγάδην*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μίγα + επιρρμ. κατάλ. άδις (πρβλ. κρυφ άδις, φυγ άδις)] …
5μιγάζομαι — (Α) (επικ. τ.) μίγνυμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μιγάς άδος ή από επίρρ. μίγα (πρβλ. πύκα: πυκάζω)] …
6μιγνύω — και μειγνύω (ΑΜ μείγνυμι και μίγνυμ.ι και μειγνύω και μιγνύω και μίγω. Α και σμιγνύω και μίσγω) ανακατεύω, συγχωνεύω, ζυμώνω, συμφύρω αρχ. 1. (με εχθρική σημασία) εμπλέκω σε φιλονικία ή διχόνοια, συμπλέκω 2. φέρνω κάποιον σε επαφή ή σε σχέση με… …
7μιξ — μίξ (ΑΜ) επίρρ. μίγα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. που σχηματίστηκε κατ απόσπαση από επιρρήματα σε μιξ (πρβλ. ανα μίξ, επι μίξ), βλ. μίγνυμι] …
8mei-k̂- (and mei-ĝ-?) (*mei-ĝh-) — mei k̂ (and mei ĝ ?) (*mei ĝh ) English meaning: to mix, stir Deutsche Übersetzung: “mischen” Grammatical information: also mei : mi ek̂ , mi n ek̂ ; Präsensstämme also with so , sk̂o ; Material: O.Ind. mēkṣ a yati,… …