μή με κάθιζ'
1καθῖζ' — καθῖ̱ζε , καθίζω aB* imperf ind act 3rd sg …
2κάθιζ' — κάθιζε , καθίζω aB* pres imperat act 2nd sg κάθιζε , καθίζω aB* imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) κάθιζε , καθίζω aB* imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …
3καθίζω — (AM καθίζω, Α ιων. τ. κατίζω) (μτβ.) 1. βάζω κάποιον να καθίσει, δίνω θέση, τοποθετώ (α. «μέ κάθισε δίπλα του» β. «πρίν γ ὅτε δή σ ἐπ ἐμοῑσιν ἐγὼ γούνεσσι καθίσσας», Ομ. Ιλ.) 2. (αμτβ.) κάθομαι, παίρνω στάση καθημένου, παίρνω θέση (α. «κάθισε… …