μή κοτε
1κοτέ — (Α) ιων. τ. βλ. ποτέ …
2κότε — (Α) ιων. τ. βλ. πότε …
3κοτέ — κοτε , ποτέ ionic (enclitic indeclform particle) …
4κότε — κότος grudge masc voc sg πότε when? at what time? ionic (indeclform interrog) κοτε , ποτέ ionic (enclitic indeclform particle) …
5κοτε — ποτέ ionic (enclitic indeclform particle) …
6μή κοτε — (Α) επίρρ. ιων. τ. μήποτε. [ΕΤΥΜΟΛ. < μή + κοτε, ιων. τ. τού ποτέ] …
7κότ' — κότε , κότος grudge masc voc sg κότε , πότε when? at what time? ionic (indeclform interrog) κοτε , ποτέ ionic (enclitic indeclform particle) …
8κοτ' — κοτε , ποτέ ionic (enclitic indeclform particle) …
9πότε — Ν ΜΑ, και ιων. τ. κότε και δωρ. τ. πόκα και αιολ. τ. πότα Α Ι. (ως ερωτ. χρον. μόριο σε ευθείες και πλάγιες ερωτήσεις) 1. σε ποια χρονική στιγμή, κατά ποιο χρόνο ή σε ποια περίπτωση; (α. «πότε έρχεται το αεροπλάνο;» β. «πότε θα φύγει;» γ. «πότε… …
10αεί — επίρρ. (Α ἀεί) [στα Α και επικά, ιωνικά και ποιητικά αἰεί και αἰέν, δωρικά αἰές και ἀές, λακωνικά αἰέ, βοιωτικά ἀέ και ἠί, αιολικά αἶι(ν) και ἄι(ν)] διαρκώς, συνεχώς, πάντοτε, για πάντα στα νεοελλ. μόνον ως α συνθ. ορισμένων συνθέτων λογίας… …