μήτοι
1μήτοι — και μή τοι (Α) 1. ισχυρότερος τύπος τού μη 2. φρ. μήτοι γε τουλάχιστον όχι («μήτοι καὶ ἀλλήλους γε καὶ ἐφ οὓς ᾔεσαν ἅμα ἀδικεῑν», Πλάτ.) …
2μήτοι — at least not indeclform (conj) …
3πολυτίμητοι — πολυτί̱μητοι , πολυτίμητος highly honoured masc nom/voc pl πολυτί̱μητοι , πολυτίμητος highly honoured masc/fem nom/voc pl …
4θεοτίμητοι — θεοτί̱μητοι , θεοτίμητος honoured by the gods masc/fem nom/voc pl …
5ἀμίμητοι — ἀμί̱μητοι , ἀμίμητος inimitable masc/fem nom/voc pl …
6ἀνεπιθύμητοι — ἀνεπιθύ̱μητοι , ἀνεπιθύμητος without desire masc/fem nom/voc pl …