μήτειρα
1μήτειρα — μήτειρα, ἡ (Α) μητέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μη τού μήτηρ + επίθημα τειρα (πρβλ. αυτοκρά τειρα, σώ τειρα)] …
2μήτειρα — fem nom/voc sg …
3μήτειραν — μήτειρα fem acc sg …
4μητέρα — και μήτηρ, η (ΑΜ μήτηρ, Α δωρ. τ. μάτηρ Μ και μητρί) 1. γυναίκα που έχει γεννήσει παιδί, μάννα 2. θηλυκό ζώο που έχει γεννήσει 3. πρώτη αρχή, αφορμή, αιτία («ἀργία μήτηρ πάσης κακίας», γνωμ.) 4. επίθετο τής Γης ως μητέρας όλων τών εμψύχων και… …
5παμμήτειρα — παμμήτειρα, ἡ (Α) παμμήτωρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + μήτειρα (< μήτηρ)] …