μήρινϑος
1μήρινθος — μήρινθος, και σμήρινθος ἡ (Α) 1. σχοινί, σπόγγος («οὐ δὲ τρήρωνα πέλειαν λεπτῷ μηρίνθῳ δῆσεν ποδός», Ομ. Ιλ.) 2. ορμιά αλιευτική, πετονιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Οι λ. μήρινθος και μηρύομαι εμφανίζουν πιθ. την εκτεταμένη βαθμίδα *mēr τής ΙΕ… …
2μήρινθος — fem nom sg …
3μηρίνθοιο — μήρινθος fem gen sg (epic) …
4μηρίνθοις — μήρινθος fem dat pl …
5μηρίνθου — μήρινθος fem gen sg …
6μηρίνθους — μήρινθος fem acc pl …
7μηρίνθων — μήρινθος fem gen pl …
8μηρίνθῳ — μήρινθος fem dat sg …
9μήρινθοι — μήρινθος fem nom/voc pl …
10μήρινθον — μήρινθος fem acc sg …
Страницы
- 1
- 2