μήνυτρον
1μήνυτρον — μήνυτρον, τὸ (Α) συν. στον πληθ. τὰ μήνυτρα α) χρηματικές αμοιβές για μήνυση, δηλαδή για πληροφορία που δόθηκε β) τα χρήματα που προσφέρονταν για τη σύλληψη επικηρυγμένου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηνύω + επίθημα τρον (πρβλ. κάλυπ τρον, μέ τρον] …
2μήνυτρον — μήνῡτρον , μήνυτρον reward for information neut nom/voc/acc sg …
3-τρο(ν) — ΝΜΑ επίθημα.ουδέτερων ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που εμφανίζεται ήδη σε αρχαιότατα κείμενα, έχει μεγάλη παραγωγική δύναμη, κυρίως στην Αρχαία, και απαντά σε 200 περίπου ουσιαστικά. Το επίθημα ουδετέρου τρον, όπως και τα… …
4μηνυτρίζομαι — (Α) [μήνυτρον] αναφέρομαι ως πληροφορία για να δοθεί αμοιβή σε εκείνον που τήν έδωσε …
5μηνύω — (ΑΜ μηνύω Μ και μηνυῶ, άω, Α και δωρ. τ. μανύω) 1. αποκαλύπτω μυστικό, καθιστώ κάτι γνωστό, φανερώνω, αποκαλύπτω («ποίου γὰρ ἀνδρὸς τήνδε μηνύει τύχην», Σοφ.) 2. εισάγω κατηγορία ή διατυπώνω καταγγελία εναντίον κάποιου («καὶ ὁ μὲν αὐτός τε καθ… …
6μηνύτροις — μηνύ̱τροις , μήνυτρον reward for information neut dat pl …
7μηνύτρων — μηνύ̱τρων , μήνυτρον reward for information neut gen pl …
8μήνυτρα — μήνῡτρα , μήνυτρον reward for information neut nom/voc/acc pl …