μήνιος

  • 1μήνιος — μήνιος, ὁ (Α) κηρήθρα …

    Dictionary of Greek

  • 2μήνιος — μή̱νιος , μῆνις wrath fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3επιμήνιος — α, ο (AM ἐπιμήνιος, ον) 1. αυτός που γίνεται ή συμβαίνει περιοδικά, κάθε μήνα 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά ἐπιμήνια η εμμηνορρυσία αρχ. 1. αυτός που κατέχει ένα αξίωμα για έναν μήνα 2. (για ζωοτροφές) αυτός που φθάνει για έναν μήνα 3. (το αρσ.… …

    Dictionary of Greek

  • 4πενταμήνιος — ον, Α ο πενταμηνιαίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + μήνιος (< μην, μηνός), πρβλ. επτα μήνιος] …

    Dictionary of Greek

  • 5σκοτομήνιος — ον, Α σκοτεινός και ασέληνος («νὺξ δ ἄρ ἐπῆλθε κακὴ σκοτομήνιος», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος + μήνιος (< μήν, μηνός «μήνας, φεγγάρι»), πρβλ. νεο μήνιος] …

    Dictionary of Greek

  • 6τετραμήνιος — ον, Α αυτός που διαρκεί τέσσερεις μήνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + μήνιος (< μήν, μηνός), πρβλ. ἑπτα μήνιος] …

    Dictionary of Greek

  • 7Κατσικογιάννης — Επώνυμο μεγάλης οικογένειας αρματολών από τον Βάλτο Αιτωλοακαρνανίας. 1. Κ. Ο γενάρχης της οικογένειας. Έδρασε στην Πρέβεζα το 1684 στη διάρκεια του Ενετοτουρκικού πολέμου υπό τις διαταγές του Φραντσέσκο Μοροζίνι. Από τότε αναφέρεται ως αρχηγός… …

    Dictionary of Greek