μήνας
1Μηνᾶς — masc acc pl (attic doric) …
2μηνάς — fem nom sg …
3μήνας — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο Αιγύπτιος (Αίγυπτος 266 – Κοτύαιο 296). Γεννήθηκε από γονείς ειδωλολάτρες. Αρχικά υπηρέτησε ως στρατιώτης στα Ρουτιλιακά Νούμερα της Φρυγίας, νωρίς όμως εγκατέλειψε τον στρατό και αποσύρθηκε σε… …
4μηνάς — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο Αιγύπτιος (Αίγυπτος 266 – Κοτύαιο 296). Γεννήθηκε από γονείς ειδωλολάτρες. Αρχικά υπηρέτησε ως στρατιώτης στα Ρουτιλιακά Νούμερα της Φρυγίας, νωρίς όμως εγκατέλειψε τον στρατό και αποσύρθηκε σε… …
5μήνας — ο 1. μια από τις δώδεκα υποδιαιρέσεις του ημερολογιακού έτους που έχει διάρκεια 30 ή 31 συνεχών ημερών. 2. φρ., «Βρήκε το μήνα που τρέφει τους έντεκα», για αυτούς που βρήκαν τρόπο να έχουν λεφτά χωρίς να εργάζονται· «Εννιά έχει ο μήνας», είμαι… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
6Μηνάς — ο κύριο όνομα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
7μῆνας — μαίνομαι rage aor ind act 2nd sg (homeric ionic) μείς Ars Prooem. masc acc pl …
8Μήνας — Μήνᾱς , Μήνη moon fem acc pl Μήνᾱς , Μήνη moon fem gen sg (doric aeolic) …
9μήνας — μήνᾱς , μαίνομαι rage aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) μήνᾱς , μήνη moon fem acc pl μήνᾱς , μήνη moon fem gen sg (doric aeolic) …
10Άγιος Μηνάς — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 20 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βόλου του νομού Μαγνησίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αρτέμιδας. 2. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 50 μ., 3 κάτ.) των Φούρνων. Βρίσκεται στο ομώνυμο νησάκι στα… …