-
1 μήκος
[микос] ουσ. о. длина.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μήκος
-
2 вдоль
вдоль κατά μήκος' \вдоль берега моря (реки ) κατά μήκος της παραλίας (της όχθης)* * *вдоль бе́рега мо́ря (реки́) — κατά μήκος της παραλίας (της όχθης)
-
3 волна
волна ж в разн. знач. το κύμα· короткие волны τα βραχέα κύματα· длина \волнаы το μήκος κύματος; на коротких -ax σε μήκος βραχέων κυμάτων* * *ж в разн. знач.το κύμαкоро́ткие во́лны — τα βραχέα κύματα
длина́ волны́ — το μήκος κύματος
на коро́тких волна́х — σε μήκος βραχέων κυμάτων
-
4 длина
длина ж το μάκρος, το μήκος в \длинау στο μάκρος, σε μήκος' \длинаой в пять метров πέντε μέτρα μάκρος* * *жτο μάκρος, το μήκοςв длину́ — στο μάκρος, σε μήκος
длино́й в пять ме́тров — πέντε μέτρα μάκρος
-
5 вдоль
вдольнареч и предлог с род. п. κατά μήκος:\вдоль берега а) (реки) κατά μήκος τής ὀχθης, б) (моря) κατά μήκος τής παραλίας· ◊ \вдоль и поперек κατά μήκος καί κατά πλάτος, προς ὀλες τίς κατευθύνσεις. -
6 долгота
1. геогр. το μήκοςастрономическая - αστρονομικό -, ουράνιο -2. (продолжи-тельность) η διάρκεια 3. (протяжение чего-л. в длину) το μάκρος, το μήκος, στο μά-κρος/μήκος 4. (звука) (лингв) η μακρότητα (του ήχου/της φωνής).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > долгота
-
7 вдоль
επίρ.κατά μήκος•вдоль берега κατά μήκος της ακτής ή της όχθης.
εκφρ.вдоль и поперек – κατά μήκος και κατά πλάτος (προς όλες τις κατευθύνσεις) μτφ. καλά, λεπτομερώς. -
8 длина
-ы θ.1. μήκος, μάκρος•меры -ы μέτρα μήκους•
длина окружности μήκος περιφέρειας•
длина пути, реки το μήκος δρόμου, ποταμού•
он растянулся во всю -у αυτός ξάπλωσε φαρδιά-πλατιά.
2. διάρκεια•длина рабочего дня διάρκεια εργατικής μέρας•
длина рассказа το μάκρος διηγήματος.
-
9 продольный
επ.επιμήκης, κατά μήκος, κατά μάκρος•чертж -го разреза машины σχέδιο κατά μήκος τομής της μηχανής•
-ая распиловка брвен κατά μήκος πριόνιση των κορμών δέντρων.
-
10 вдоль
1. (в длину) κατά μήκος 2. мор. (лагом) κατά μήκος του πλοίουπλευρικά, στα πλευρά του πλοίουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вдоль
-
11 дистанция
1. (расстояние) η απόσταση, το διάστημα 2. (ж.-д) η διοικητική υποδιαίρεση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дистанция
-
12 длиномер
(геод.) о μετρητής μήκους/βά-θους μέσω σύρματος. длительность η διάρκεια- импульса - του παλμού, το μήκος/εύρος τουπαλμού- разговора (тлф.) - της συνδιάλεξηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > длиномер
-
13 интеграл
мат. το ολοκλήρωμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > интеграл
-
14 коэффициент
ο συντελεστής- деления (делителя частоты, перерасчётной схемы и т.п.) - της διαίρεσης, - диэлектрических потерь - των διηλεκτρικών απωλειών- передачи (авт.элн.) - (απόδοσης) τηςμετάδοσης- полезного действия (кпд) - απόδοσης, η πραγματική (ή ωφέλιμη) ισχύς- полноты водоизмещения мор. - τηςγάστρας (η σχέση όγκου-υφάλων με μήκος- полноты мидель-шпангоута мор. - της γάστρας (ησχέση επιφάνειας της μέσης τομής με πλάτοςκαι πλευρικό ύψος)- продольной полноты мор. - της γάστρας (η σχέση των υφάλωνμε την επιφάνεια της μέσης τομής και τουμήκους)пропульсивный мор. - της πρόωσηςторможения - πέδησης/φρεναρίσματοςудельный - (в колориметрии) ειδικός -,ποσοστιαίος -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > коэффициент
-
15 долгота
-
16 прыжок
прыжок м το πήδημα' спорт. το άλμα' \прыжокв воду η κατάδυση· \прыжок в длину το άλμα σε μήκος' тройной \прыжок το τριπλό άλμα* * *мτο πήδημα; спорт. το άλμαпрыжо́к в во́ду — η κατάδυση
прыжо́к в длину́ — το άλμα σε μήκος
тройно́й прыжо́к — το τριπλό άλμα
-
17 длина
длин||а́ж τό μήκος, τό μάκρος, ἡ μα-κρότητα [-ης]:пять метров в \длинау πέντε μέτρα μάκρος· \длина улицы τό μήκος τοῦ δρόμου· меры \длинаώ τά μέτρα μήκους· рас-тяну́ться во всю \длинау́ ξαπλώνομαι μακρύς πλατύς. -
18 продольный
продольныйприл ὁ κατά μήκος, στό μάκρος, ἐπιμήκης:\продольный разрез ἡ τομή κατά μήκος. -
19 долгота
-ы, πλθ. -готы θ.1. μάκρος, μήκος•долгота дня το μάκρος της μέρας.
2. γεωγραφικό μήκος.3. (γλωσ.) μακρότητα (χρόνος προφοράς γράμματος ή συλλαβής). -
20 астрономический
αστρονομικ/ός(широта и долгота) οι γεωγραφικές συντεταγμένες, τα γεωγραφικά πλάτος και μήκοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > астрономический
См. также в других словарях:
μῆκος — length neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μήκος — Η απόσταση από το ένα άκρο ενός αντικειμένου έως το άλλο. Ακόμη ως μ. ορίζεται η μεγαλύτερη από τις δύο οριζόντιες διαστάσεις οποιουδήποτε σχήματος ή σώματος. * * * το (ΑΜ μῆκος, Α δωρ. τ. μᾱκος) 1. η έκταση ενός αντικειμένου από το ένα άκρο του… … Dictionary of Greek
μήκος — ο ους 1. η απόσταση από το ένα άκρο ως το άλλο ενός αντικειμένου, το μάκρος: Το μήκος του φορέματος έφτανε στο πάτωμα. 2. η μεγαλύτερη από τις δύο οριζόντιες διαστάσεις κάθε σχήματος ή σώματος: Το δωμάτιο είχε μήκος έξι μέτρα και πλάτος πέντε. 3 … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μήκος κύματος — Η ελάχιστη απόσταση ανάμεσα σε δύο οποιαδήποτε σημεία ενός κύματος, τα οποία διαταράσσονται με παρόμοιο τρόπο. Αν θεωρήσουμε μια χορδή επί της οποίας διαδίδεται ένα εγκάρσιο –ημιτονοειδές κύμα– (όπως όταν κουνάμε πάνω κάτω την ελεύθερη άκρη ενός… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
Σουδάν — Κράτος της Βόρειας Αφρικής. Συνορεύει στα Β με την Αίγυπτο και τη Λιβύη, στα Δ με το Τσαντ και την Κεντροαφρικάνικη Δημοκρατία, στα Ν με το Κόνγκο, την Ουγκάντα και την Κένυα και στα Α με την Αιθιοπία και την Ερυθραία, ενώ το ΒΑ τμήμα της… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek