μέτρον γῆς

  • 1ARURA — apud Evagrium in Vita Antonii c. 2. Arurae autem ei erant trecentae uberes et palde optimae: Graeca vox est, et in genere quidem agrum satum segetemque ipsam notat: in specie aurem mensura Aegyptia est, et μέτρον γῆς, seu modum agri, significat.… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 2μόργιον — μόργιον, τὸ (Α) (κατά τον Ησύχ.) 1. «μέτρον γῆς, ὅ ἐστι πλέθρον» 2. «εἶδος ἀμπέλου». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. εσφαλμένη γραφή τού μόρτιον*] …

    Dictionary of Greek

  • 3Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… …

    Deutsch Wikipedia

  • 4Autos epha — Alpha Inhaltsverzeichnis 1 Ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω 2 Άγιον Όρος …

    Deutsch Wikipedia

  • 5Delphische Maximen — Delta Inhaltsverzeichnis 1 Δαιδάλου πτερά 2 Δαμόκλειος σπάθη …

    Deutsch Wikipedia

  • 6Furcht und Schrecken — Delta Inhaltsverzeichnis 1 Δαιδάλου πτερά 2 Δαμόκλειος σπάθη …

    Deutsch Wikipedia

  • 7Liste griechischer Phrasen/Delta — Delta Inhaltsverzeichnis 1 Δαιδάλου πτερά …

    Deutsch Wikipedia

  • 8ομόσφυρος — (I) ὁμόσφυρος, ον (Α) 1. αυτός που περπατά συντροφιά με κάποιον, συνοδοιπόρος 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὁμόσφυρος ἀδελφή» 3. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «ὁμόσφυρος ὁ ἀδελφός, διὰ τὸ περὶ τὰ αὐτὰ σφυρὰ τῆς μητρὸς πεσεῑν γεννηθέντα». [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) …

    Dictionary of Greek

  • 9ηλικία — (Νομ.). Σε αστική, σε διοικητική και σε ποινική ύλη, το δίκαιο αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στην η. ως προς τη γενικότερη δικαιοπρακτική ικανότητα, την ευθύνη ή τις ειδικότερες συνέπειες των πράξεων ή ενεργειών του προσώπου. Σύμφωνα με τον ελληνικό …

    Dictionary of Greek

  • 10ξυλομέτρης — ξυλομέτρης, ὁ (Α) υπάλληλος που ήταν υπεύθυνος για την καταμέτρηση τής σκαμμένης γης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + μέτρης (< μέτρον), πρβλ. σχοινο μέτρης] …

    Dictionary of Greek