μέτρα
1μέτρα — μέτρα, ἡ (Μ) 1. καταμέτρηση, μέτρημα 2. μέτρο χωρητικότητας υγρών. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. από το ρ. μετρῶ] …
2μέτρα — τα 1. το σύνολο των ενεργειών για προστασία, αποτροπή ενός κακού, άμυνα: Οι υγειονομικές αρχές πήραν μέτρα για να μην επεκταθεί η επιδημία. 2. (νομ.), «προσωρινά μέτρα», προσωρινή διευθέτηση διαφοράς ανάμεσα σε αντιδίκους …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3μέτρα — μέτρον that by which anything is measured neut nom/voc/acc pl …
4διοικητικά μέτρα — Κάθε ενέργεια της διοίκησης, που τείνει στη διασφάλιση των στόχων της ομαλής λειτουργίας της και στη ρύθμιση των σχέσεών της με τους διοικούμενους, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά το γενικό κοινωνικό συμφέρον και την ομαλή συνύπαρξη των πολιτών μέσα στα… …
5Δέκα μέτρα καὶ ἕν τέμνε. — См. Десятью примерь, однова отрежь …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
6αιολικά μέτρα — Ονομασία των δακτυλοτροχαϊκών μέτρων που χρησιμοποιούσαν οι αιολικοί ποιητές και μάλιστα οι διασημότεροι όπως η Σαπφώ και ο Αλκαίος. Χαρακτηριστικό των μέτρων αυτών ήταν ο σταθερός αριθμός συλλαβών. Δεν ήταν, δηλαδή, δυνατή η αντικατάσταση μιας… …
7δρακόντεια μέτρα — Βλ. λ. Δράκων …
8μέτρ' — μέτρα , μέτρον that by which anything is measured neut nom/voc/acc pl …
9Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …
10μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… …