μέσσων

  • 1μέσσων — μέσος b fem gen pl (epic) μέσος b masc/neut gen pl (epic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2μείζων — ον, θηλ. και μείζονα (ΑM μείζων, ον και μειζότερος, Α και μειζονώτερος και, ιων. τ. μέζων, δωρ. τ. μέσδων, βοιωτ. τ. μέσσων, Μ και μειζονότερος, έρα, ον) 1. ο μεγαλύτερων διαστάσεων, περισσότερος από το συνηθισμένο ή από όσο πρέπει 2. μεγαλύτερος …

    Dictionary of Greek