μένα
71ὑπεριδρυμένα — ὑπερῑδρῡμένα , ὑπέρ ἱδρύω make to sit down perf part mp neut nom/voc/acc pl ὑπερῑδρῡμένᾱ , ὑπέρ ἱδρύω make to sit down perf part mp fem nom/voc/acc dual ὑπερῑδρῡμένᾱ , ὑπέρ ἱδρύω make to sit down perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …
72Evridiki — Infobox musical artist Name = Evridiki Img capt = Evridiki performing Comme Ci, Comme Ça at the Eurovision Song Contest 2007 Img size = Landscape = Background = solo singer Birth name = Alias = Born = birth date and age|1968|2|25 Limassol, Cyprus …
73αλί — (άλλη γραφή αλλοί) και αλιά σχετλιαστικό επιφώνημα που εκφέρεται ή μόνο του ή με αντωνυμία (προσωπική, δεικτική, αναφορική) σε ονομαστική, γενική ή σε εμπρόθετο προσδιορισμό 1. αλίμονο! συμφορά μου! δυστυχία! 2. (επιτατική στη φράση) «αλί και… …
74είμαι — (AM εἰμί Α και αιολ. τ. ἐμμί Μ και εἶμαι) 1. υπάρχω, ζω («...ήταν ένας γέρος και μια γριά», «οὐκ ἐσθ οὗτος ἀνήρ οὐδ ἔσσεται» δεν υπάρχει ούτε πρόκειται να υπάρξει) 2. (για πράγματα) υπάρχω, βρίσκομαι) («δεν είναι στάρι φέτος», «ὁ παράδεισος αὐτὸς …
75εκών — ούσα, όν (AM ἑκών, οῡσα, όν) αυτός που ενεργεί ή πάσχει κάτι με τη θέλησή του, οικειοθελώς προσφερόμενος, εθελοντής αρχ. 1. αυτός που ενεργεί από πρόθεση, επίτηδες («ἑκών ἠμάρτανεν» επίτηδες αποτύγχανε) 2. φρ. α) «ἑκών εἶναι» όσο εξαρτάται από… …
76εμός — ή, ό (AM ἐμός, ή, όν) (κτητ. αντων. α προσ.) δικός μου (α. «τίσειαν Δαναοὶ ἐμὰ δάκρυα», Ιλ. β. «ἐμὸς ὁ Πλάτων») αρχ. (με ουσ.) 1. (με γεν.) επιτείνεται η έννοια τής κτήσης («πατρός τε μέγα κλέος ἠδ ἐμὸν αὐτοῡ», Ιλ.) 2. ευνοϊκός για μένα 3. αυτός… …
77οικειώ — οἰκειῶ, όω (ΑΜ, Α ιων. τ. οἰκηϊόω) [οικείος] 1. συνάπτω, προσαρμόζω, κάνω κάτι κατάλληλο για κάποιον («τριμμάτιον ᾠκείωσα τούτοις ἀνθινὸν παντοδαπόν», Σωτ. Κωμ.) 2. μέσ. οἰκειοῡμαι, όομαι α) κάνω δικό μου κάποιον ή κάτι που ανήκει σε άλλον, θεωρώ …
78προχωρώ — προχωρῶ, έω, ΝΜΑ 1. βαδίζω ή κινούμαι προς τα εμπρός (α. «προχωρείτε, παρακαλώ» β. «με φωνήν που καταπείθει προχωρώντας ομιλείς», Σολωμ. γ. «πρὸς ἐμὴν χεῑρα προχωρῶν», Σοφ.) 2. (για χρόνο) περνώ, κυλώ, φεύγω (α. «η νύχτα είχε προχωρήσει» β. «τοῡ… …
79σε — (I) και σ Ν Ι. ΣΗΜΑΣΙΑ: πρόθεση τής Νέας Ελληνικής που δηλώνει: 1. διεύθυνση προς κάτι ή το τέρμα μιας διαδρομής (α. «έρχομαι σε σένα» β. «μετά κατέληξα σ αυτόν» γ. «πηγαίνω στη δουλειά» δ. «φτάσαμε στο χωριό») 2. στάση ή ενέργεια μέσα ή πάνω σε… …
80σκλάβος — Αιχμάλωτος, δούλος. Λέγεται επίσης μεταφορικά και για κείνον που εργάζεται σκληρά. «Δουλεύει σαν σ.». Γενικά σ. ονομάζονται εκείνοι που τους πουλούσαν στα λεγόμενα σκλαβοπάζαρα. Σε σκλαβοπάζαρα του είδους πουλήθηκαν στην Αίγυπτο και πολλοί… …