μέλπω

  • 121πολυμελπής — ές, Α αυτός που τραγουδάει πολλά άσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μελπής (< μέλπω «τραγουδώ, ψάλλω»)] …

    Dictionary of Greek

  • 122πολύμολπος — ον, Α πολυμελπής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μολπος (< μέλπω «τραγουδώ»), πρβλ. λιγύ μολπος] …

    Dictionary of Greek

  • 123συμμέλπω — Μ εξυμνώ κάποιον μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μέλπω «εξυμνώ, τραγουδώ»] …

    Dictionary of Greek

  • 124υπομέλπω — Μ συνοδεύω κάποιον στο τραγούδι του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + μέλπω «τραγουδώ, ψάλλω, εξυμνώ»] …

    Dictionary of Greek

  • 125φιλόμολπος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που τού αρέσουν τα τραγούδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + μολπος (< μέλπω «τραγουδώ»), πρβλ. ἀναξί μολπος] …

    Dictionary of Greek

  • 126Μελπομένη — Θεότητα της ελληνικής μυθολογίας. Ήταν μία από τις Μούσες, η προστάτιδα της τραγωδίας. Σύμφωνα με όσα γράφει ο Ησίοδος στη Θεογονία, ήταν κόρη του Δία και της Μνημοσύνης και είχε αποκτήσει από τον Αχελώο τις Σειρήνες. Αρχικά λογιζόταν ως η Μούσα… …

    Dictionary of Greek

  • 127τραγoύδι — Όρος που, στην ευρύτερη έννοιά του, σημαίνει τη φωνητική έκφραση της μουσικής. Με το τ., σε αυτή του την έννοια, συνδέεται η ίδια η καταγωγή της μουσικής, αφού η ανθρώπινη φωνή μπορεί να θεωρηθεί ως το παλαιότερο μουσικό όργανο. Μια ιστορία… …

    Dictionary of Greek

  • 128μελπομέναν — μελπομένᾱν , μέλπω celebrate with song and dance pres part mp fem acc sg (doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)