μέλπω

  • 111ερασίμολπος — ἐρασίμολπος, ον (Α) αυτός που αγαπά τη μολπή, το τραγούδι. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετο τού τύπου τερψίμβροτος < έραμαι + μολπή (< μέλπω «τραγουδώ»), τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα τού θ. μέλπ ] …

    Dictionary of Greek

  • 112εύμολπος — Μυθολογικό πρόσωπο. Θεωρείται ο ιδρυτής των Ελευσίνιων μυστηρίων. Σύμφωνα με τη μυθολογία, η Χιόνη, κόρη του Βορέα, θεού του ομώνυμου ανέμου, απέκτησε από τον Ποσειδώνα τον Ε. Επειδή όμως φοβήθηκε να το αποκαλύψει στον πατέρα της, πέταξε το παιδί …

    Dictionary of Greek

  • 113ηδύμολπος — η, ο αυτός που τραγουδάει ή ψάλλει γλυκά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + μολπος (< μέλπω «ψάλλω, τραγουδώ»), πρβλ. εύ μολπος] …

    Dictionary of Greek

  • 114λαογραφία — Η επιστήμη που μελετά το σύνολο των εκδηλώσεων και των φαινομένων ενός λαϊκού πολιτισμού (ήθη, έθιμα, τέχνη, λογοτεχνία, υλικό βίο κ.ά.). Στη διεθνή ορολογία έχει επικρατήσει η αγγλική λέξη folkore (σύνθεση των λέξεων folk = λαός, και lore =… …

    Dictionary of Greek

  • 115μέλπηθρα — μέλπηθρα, τὰ (Α) 1. (για άταφο πτώμα) λεία τών κτηνών («μὴ κεῑνος ἀνὴρ ἔτι νοστήσειεν ἐκ Τροίης, ἀλλ αὖθι κυνῶν μέλπηθρα γένοιτο», Ομ. Ιλ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «μέλπηθρα σπαράγματα, παίγνια, ἑλκύσματα». [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλπω «εξυμνώ, τραγουδώ» +… …

    Dictionary of Greek

  • 116μελπήτωρ — μελπήτωρ, ορος, ο (Α) αοιδός, τραγουδιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλπω «τραγουδώ» + επίθημα ήτωρ (πρβλ. οικ ήτωρ, ποθ ήτωρ)] …

    Dictionary of Greek

  • 117μολπάζω — (Α) [μολπή] μέλπω, ψάλλω, τραγουδώ …

    Dictionary of Greek

  • 118μολπή — η (ΑΜ μολπή) 1. άσμα, ωδή, τραγούδι («τὴν καλλικέλαδον καὶ λιγυραῑς μολπαῑς κατακηλοῡσαν... τὴν Ἐκκλησίαν τοῡ Χριστοῡ εὔλαλον ἀηδόνα», Μηναί.) 2. μτφ. μουσικός τόνος, ευχάριστος ρυθμικός ήχος («η... μολπή τών κυμβάλων», Ζαλοκ.) αρχ. 1. άσμα με… …

    Dictionary of Greek

  • 119μολπός — μολπός, ὁ (Α) στον πληθ. οἱ μολποί συντεχνία, θίασος μουσικών στη Μίλητο, σωματείο αοιδών ή μουσουργών 2. (κατά τον Ησύχ.) «ᾠδός, ὑμνῳδός, ποιητής». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μολπ , που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα molp τού ΙΕ τύπου *mel p (πρβλ.… …

    Dictionary of Greek

  • 120οξύμολπος — ὀξύμολπος, ον (Α) αυτός που τραγουδά δυνατά και καθαρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + μολπος (< μέλπω, ομαι «τραγουδώ»), πρβλ. λιγύ μολπος] …

    Dictionary of Greek