μέλπω

  • 101ИГНАТИЙ БОГОНОСЕЦ — [греч. ᾿Ιγνάτιος ὁ Θεοφόρος] (I нач. II в., Рим), сщмч. (пам. 29 янв., 20 дек.; пам. зап. 1 февр., 17 окт.), еп. Антиохийский, один из мужей апостольских. Жизнь Наиболее важным источником сведений об И. Б. являются его послания. Первое… …

    Православная энциклопедия

  • 102молва — диал. молва голос , арханг. (Подв.), молвить, молвлю, др. русск. мълеа fаmа , мълвити, ст. слав. млъва ταραχή (Клоц., Супр.), млъвити θορυβεῖν, болг. мълва молва , мълвя говорю, спорю (Младенов 310), словен. molviti роптать, ворчать , чеш. mluvа… …

    Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • 103Степанова, Мария Михайловна — В Википедии есть статьи о других людях с такой фамилией, см. Степанова. Мария Степанова …

    Википедия

  • 104Ксанти — Город Ксанти Ξάνθη Страна ГрецияГреция …

    Википедия

  • 105Melpomene — MELPOMĔNE, es, Gr. Μελπομένη, ης, (⇒ Tab. X.) Jupiters und der Mnemosyne Tochter, eine der neun Musen. Hesiod. Theog. v. 77. Sie hat den Namen von μέλπω, ich singe, weil sie sich durch die Melodie in die Gemüther der Menschen einschmeichelt, Diod …

    Gründliches mythologisches Lexikon

  • 106ίακχος — (iacchus). Πλατύρρινος δενδρόβιος πίθηκος της Αμερικής, είδος ουιστιτί της οικογένειας των καλλιτριχιδών. Το ύψος του φτάνει τα 30 εκ. και η μακριά ουρά του (έως 50 εκ.) τον κάνει να μοιάζει με σκίουρο. Το κεφάλι του είναι στρογγυλό και άτριχο,… …

    Dictionary of Greek

  • 107αείμολπος — ο αυτός που διαρκώς τραγουδά. [ΕΤΥΜΟΛ. λ. που πλάστηκε από τον ρομαντικό ποιητή Ι. Καρασούτσα < αεί + μόλπος < μέλπω] …

    Dictionary of Greek

  • 108αιολόμολπος — αἰολόμολπος, ον (Α) αυτός (η σύριγξ) που τραγουδάει ποικίλα μέλη, σκοπούς με διάφορες παραλλαγές. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰόλος + μολπος < μέλπω] …

    Dictionary of Greek

  • 109αναξίμολπος — ἀναξίμολπος, η (Α) (επίθ. τής Ουρανίας) άνασσα, βασίλισσα τής μελωδίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄναξ + μολπος < μέλπω «εξυμνώ, ψάλλω, τραγουδώ»] …

    Dictionary of Greek

  • 110αρχεσίμολπος — ἀρχεσίμολπος, ον (Α) (για μούσα) αυτή που αρχίζει το τραγούδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχεσι (< αρχε *, κατά το πρότυπο των συνθέτων του τύπου ακεσί μβροτος, αλγεσί θυμος, αλφεσί βοιος κ.ά.) + μολπος < μέλπω «ψάλλω, τραγουδώ»] …

    Dictionary of Greek