μέλιττα
1μέλιττα — μέλιττα, ἡ (Α) (αττ.τ.) βλ. μέλισσα …
2μέλιττα — μέλισσα madhu lih fem nom/voc sg (attic) μέλιττα madhu lih fem nom/voc sg μέλισσα , μελίζω dismember aor ind act 1st sg (epic) …
3Μέλιττα — Μέλισσα , Μέλισσα madhu lih fem nom/voc sg …
4μελίττας — μελίττᾱς , μέλισσα madhu lih fem acc pl (attic) μελίττᾱς , μέλισσα madhu lih fem gen sg (attic doric aeolic) μελίττᾱς , μέλιττα madhu lih fem acc pl μελίττᾱς , μέλιττα madhu lih fem gen sg (doric aeolic) …
5μέλιττ' — μέλισσι , μέλι honey neut dat pl (epic) μέλιττα , μέλισσα madhu lih fem nom/voc sg (attic) μέλιτται , μέλισσα madhu lih fem nom/voc pl (attic) μέλιττα , μέλιττα madhu lih fem nom/voc sg μέλιτται , μέλιττα madhu lih fem nom/voc pl μέλιττε ,… …
6μέλισσα — Κοινή ονομασία υμενοπτέρων εντόμων της υπεροικογένειας apοidea, στην οποία περιλαμβάνονται συνολικά 19 οικογένειες με 3.000 περίπου είδη. Όλες οι μ. στηρίζονται στη γύρη ως μοναδική πηγή πρωτεϊνών και στο νέκταρ ως πηγή ενέργειας. Για τον λόγο… …
7SOPHOCLES — I. SOPHOCLES Poeta Tragicus, patriâ Atheniensis, tantâ orationis suavitate, ut vulgo μέλιττα, h. e. apis, item Siren Attica cognominaretur, aequalis Euripidis ac Periclis, cuius etiam quandoque collega fuit in praetura. Natus Olympiade 73. ante… …
8μελίτταινα — και ποιητ. τ. μελίκταινα, ἡ (Α) το μελισσοβότανο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλιττα + κατάλ. αινα (πρβλ. μολύβδ αινα, φάλ αινα)] …
9μελίτταιον — μελίτταιον, τὸ (Α) το μελισσοβότανο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλιττα + κατάλ. αιον] …
10μελιττοπηχώ — μελιττοπηχῶ, έω (Α) φοβίζω τις μέλισσες χτυπώντας μεταλλικούς δίσκους, για να συγκεντρώσω το σμήνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για εσφ. γρφ. τού μελιττο πτηχῶ (< μέλιττα + πτήσσω «φοβίζω, πτοώ»)] …