μέλημα
1μέλημα — object of care neut nom/voc/acc sg …
2μέλημα — το (ΑM μέλημα [μέλω] 1. αντικείμενο μελέτης και φροντίδας, αυτό για το οποίο μεριμνά κάποιος (α. «νέαισίν τε παρθένοισι μέλημα», Πίνδ. β. «το μόνο μέλημά του ήταν η εξυπηρέτηση τού συμφέροντος τής πολιτείας») 2. μέριμνα, φροντίδα αρχ. 1. χρέος,… …
3μέλημα — το, ατος αυτό για το οποίο φροντίζει κανείς: Μέλημά μας η καλή εξυπηρέτησή σας! …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4μέλημ' — μέλημα , μέλημα object of care neut nom/voc/acc sg …
5μελημάτων — μέλημα object of care neut gen pl …
6μελήματα — μέλημα object of care neut nom/voc/acc pl …
7μελήματι — μέλημα object of care neut dat sg …
8Ορατοριανοί — Ονομασία δύο ρωμαιοκαθολικών μοναχικών ταγμάτων. 1. Ο. της Ιταλίας. Ιδρύθηκε από τον Φίλιππο ντε Νέρι το 1564 στο Σαν Τζοβάννι ντέι Φιορεντίνι. Τα μέλη του τάγματος έθεσαν ως σκοπό τους τον καθαγιασμό των ψυχών με το κήρυγμα και τη διδασκαλία.… …
9Πλάτων — I Έλληνας φιλόσοφος (Αθήνα ή Αίγινα 428/427 π.Χ. – Αθήνα 348/347). Κατά την παράδοση, το αληθινό του όνομα ήταν Αριστοκλής, όπως και του παππού του, και μόνο πολύ αργότερα ονομάστηκε Πλάτων, εξαιτίας του πλάτους των ώμων του. Η ζωή του. Γόνος… …
10αγαθό — To αντικείμενο του κλάδου της φιλοσοφίας που ονομάζεται ηθική. Στην ιστορία της φιλοσοφικής σκέψης ο όρος χρησιμοποιήθηκε ως προσδιορισμός ενός συνόλου προβλημάτων και θεωριών που συνδέονται με την αρετή, αλλά και με ό,τι γενικά εμφανίζεται ως… …