μέλδω
1μέλδω — (Α) 1. μαλακώνω κάτι με βράσιμο, βράζω, λειώνω, τήκω («γέντα βοὸς μέλδοντες», Καλλίμ.) 2. (το μέσ. ή παθ.) μέλδομαι (στον Όμ.) τήκω, λειώνω («ὡς δὲ λέβης ζεῑ ἔνδον... κνίσην μελδόμενος απαλοτρεφέος σιάλοιο» όπως μια χύτρα μέσα βράζει... και… …
2μέλδομαι — (Α) βλ. μέλδω …
3μόλσος — (Α) 1. (κατά τον Ησύχ.) (στους Αιολείς) «ὁ δῆμος» 2. (κατά τον Ηρωδιαν.) «ὁ δήμιος». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με το ρ. μέλδω «τήκω, λειώνω»] …
4mel-1 (also smel-), melǝ- : mlē-, mel-d- : ml-ed-, mel-dh-, ml-ēi- : mlī̆-, melǝ-k- : mlā-k-, mlēu- : mlū̆ - — mel 1 (also smel ), melǝ : mlē , mel d : ml ed , mel dh , ml ēi : mlī̆ , melǝ k : mlā k , mlēu : mlū̆ English meaning: to grind, hit; fine, ground Deutsche Übersetzung: “zermalmen, schlagen, mahlen”, speziell Korn; from “zerrieben”… …