μέδιμνος
1μέδιμνος — a medimnus masc nom sg …
2μέδιμνος — Μονάδα χωρητικότητας για ξηρά εδώδιμα, κυρίως σιτηρά. Θεσπίστηκε από τον Σόλωνα στην Αθήνα, ενώ υποδιαιρέσεις του ήταν ο τριτεύς (ένα τρίτο), ο εκτεύς (ένα έκτο), το ημίεκτο (ένα δωδέκατο), ο χοίνιξ (ένα τεσσαροκοστό όγδοο) και η κοτύλη (ένα… …
3Медимн — (μέδιμνος) основная единица меры сыпучих тел в древней Греции. Более древний, эгинский М., заимствован вместе со всей системой мер и весов из Вавилонии, вероятно, через посредство Финикии и равнялся двум вавилоно финикийским ефам; его 6 я часть… …
4μεδίμνοις — μέδιμνος a medimnus masc dat pl …
5μεδίμνου — μέδιμνος a medimnus masc gen sg …
6μεδίμνους — μέδιμνος a medimnus masc acc pl …
7μεδίμνων — μέδιμνος a medimnus masc gen pl …
8μεδίμνῳ — μέδιμνος a medimnus masc dat sg …
9μέδιμνοι — μέδιμνος a medimnus masc nom/voc pl …
10μέδιμνον — μέδιμνος a medimnus masc acc sg …