μέγαν αἰγυπιὸν ὑποδείσαντες

  • 1υποδείδω — Α 1. τρομάζω μπροστά σε κάποιον και υποχωρώ ή απομακρύνομαι («τὸν καὶ ὑπέδδεισαν μάκαρες θεοί», Ομ. Ιλ.) 2. (για πουλὶ) τρέμω κάποιον, ζαρώνω από τον φόβο μου («μέγαν αἰγυπιὸν... ὑποδείσαντες», Σοφ.) 3. (γενικά) φοβάμαι, τρέμω («μή τις μοι… …

    Dictionary of Greek