μάχαιρα

  • 121σύκινος — η, ο / σύκινος, ίνη, ον, ΝΑ 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συκιά ή αυτός που προέρχεται από τη συκιά, συκήσιος («σύκινον ξύλον», Ιπποκρ.) 2. αυτός που παρασκευάζεται από σύκα («πώμα σύκινον» ποτό ή κρασί από σύκα, αφέψημα σύκων, Πλούτ.) αρχ …

    Dictionary of Greek

  • 122τανύστομος — ον, Μ αυτός που έχει μεγάλη κόψη («τανυστομος μάχαιρα», Θεοδόσ. Διάκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ τού τάνυμαι* «τεντώνομαι» + στομος (< στόμα), πρβλ. ανθαδό στομος] …

    Dictionary of Greek

  • 123τυροτόμος — ον, ΜΑ (για εργαλείο) αυτός που κόβει τυρί (τυροτόμος μάχαιρα», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός + τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. υλο τόμος] …

    Dictionary of Greek

  • 124χαντζάρι — και χατζάρι, το, Ν 1. μεγάλη καμπύλη μάχαιρα που χρησιμοποιούσαν ως αγχέμαχο όπλο οι μωαμεθανοί και ειδικότερα οι Τούρκοι, οι γενίτσαροι και οι πειρατές 2. μτφ. σφαγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. hancer] …

    Dictionary of Greek

  • 125ψιλός — ή, ό / ψιλός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αποψιλωμένος, απογυμνωμένος, ακάλυπτος 2. (ειδικά) φαλακρός 3. (για έδαφος) άδενδρος 4. φρ. «ψιλά σύμφωνα» γραμμ. τα άηχα κλειστά σύμφωνα κ, π, τ, κατά την εκφώνηση τών οποίων η γλωττίδα παραμένει κλειστή και δεν… …

    Dictionary of Greek

  • 126Αλέξιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Α. ο άνθρωπος του Θεού (4ος αι.). Καταγόταν από τη Ρώμη, γιος του πατρικίου Ευφημιανού και της Αγλαΐδας. Νυμφεύτηκε ύστερα από πίεση των γονέων του, την ίδια όμως μέρα του γάμου του αναχώρησε για… …

    Dictionary of Greek

  • 127Αστακού, δήμος — Νέος δήμος (7.252 κάτ.) του νομού Αιτωλοακαρνανίας, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Αγραμπέλων, Αστακού, Βασιλοπούλου, Βλιζιανών, Καραϊσκάκη, Μαχαιρά, Μπαμπίνης, Παλαιομανίνας, Προδρόμου, Σκουρτούς …

    Dictionary of Greek

  • 128γανοειδείς — Ομάδα ψαριών της παλιάς ταξινόμησης, η οποία σήμερα έχει διαχωριστεί και τα άτομά της κατανέμονται σε δύο υπερτάξεις: τους χονδρόστεους και τους ολόστεους. Οι γ. ήταν άλλοτε πολυάριθμοι, σήμερα όμως έχουν απομείνει μόλις λίγα γένη, τα οποία είναι …

    Dictionary of Greek