μάχαιρα

  • 91μαχαίρι — Κοπτικό εργαλείο με χειρολαβή και μεταλλική λεπίδα. Η κατασκευή των μ. ποικίλει, ωστόσο η λεπίδα τους κατασκευάζεται από σίδερο ή ατσάλι, ενώ η λαβή είτε από το ίδιο μέταλλο (όπως στα τραπεζομάχαιρα), οπότε αποτελεί ενιαίο κομμάτι με τη λεπίδα,… …

    Dictionary of Greek

  • 92μαχαιράς — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 150 μ., 420 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βόνιτσας και Ξηρομέρου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, Δ της λίμνης Οζερού, 70 χλμ. ΒΔ του Μεσολογγίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αστακού. * * *… …

    Dictionary of Greek

  • 93μαχαιρίδα — η (Α μαχαιρίς, ίδος) νεοελλ. μαχαιρίδιο, μαχαιράκι αρχ. 1. το πλατύ και βαρύ μαχαίρι τών κρεοπωλών 2. πολεμικό όπλο, σπαθί ή ξίφος 3. (γενικά) το μαχαίρι («τέμνοντα τῇ μαχαιρίδι τὰ φαρμασσόμενα τῶν κρεῶν», Πλούτ.) 4. ξυράφι τού κουρέα. [ΕΤΥΜΟΛ.… …

    Dictionary of Greek

  • 94μαχαιρίδιο — το (ΑM μαχαιρίδιον) [μάχαιρα] μικρό μαχαίρι, μαχαιράκι («μύρον καὶ μαχαιρίδιον θυτικόν», Ευστ.) νεοελλ. 1. ο σουγιάς 2. μικρό χειρουργικό μαχαίρι, νυστέρι 3. φρ. «μαχαιρίδιο ηλεκτρικό» χειρουργικό όργανο με το οποίο προκαλείται τομή ή πήξη τών… …

    Dictionary of Greek

  • 95μαχαιρίων — μαχαιρίων, ωνος, ὁ (Α) ξιφίδιο, μικρό ξίφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάχαιρα + επίθημα ίων (πρβλ. γλυκ ίων, πορφυρ ίων)] …

    Dictionary of Greek

  • 96μαχαιροδέτης — μαχαιροδέτης, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἱμάς, λωρίον ἐξαρτήσεως τῆς μαχαίρας». [ΕΤΥΜΟΛ. < μάχαιρα + δέτης (< δέω), πρβλ. λαιμο δέτης] …

    Dictionary of Greek

  • 97μαχαιροκοπώ — μαχαιροκοπῶ, έω (ΑM) μσν. χτυπώ με μαχαίρι («ὅλες μαχαιροκοπημένες ἦν καὶ εἰς τὸ αἷμαν κυλισμένες», Διγεν. Ακρ.) αρχ. κόβω, τέμνω κάτι χρησιμοποιώντας μαχαίρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάχαιρα + κοπῶ*] …

    Dictionary of Greek

  • 98μαχαιροποιός — ο (Α μαχαιροποιός) ο κατασκευαστής μαχαιριών («ἐπεκαλεῑτο δὲ μαχαιροποιὸς ἐργαστήριον ἔχων μέγα», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μάχαιρα + ποιός*] …

    Dictionary of Greek

  • 99μαχαιροπώλης — μαχαιροπώλης, ὁ (Α) πωλητής μαχαιριών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάχαιρα + πώλης (< πωλῶ)] …

    Dictionary of Greek

  • 100μαχαιροφορά — μαχαιροφορά, ἡ (Α) το να κρατά κανείς μαχαίρι ως όπλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάχαιρα + φορά (< φέρω), πρβλ. κοπρο φορά, μισθο φορά] …

    Dictionary of Greek