μάχαιρα

  • 21μάχαιραι — μάχαιρα large knife fem nom/voc pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 22μάχαιραν — μάχαιρα large knife fem acc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 23κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …

    Dictionary of Greek

  • 24Makhaira — Antique swords, fig. 1 3: Xiphos, fig. 4: Makhaira. Makhaira sword Makhaira (from Greek μάχαιρα (mákhaira), also transliterated machaira or machaera; an Ancient Greek word, related to μάχη (mákhē) a battle , μάχεσθαι… …

    Wikipedia

  • 25Evagoras Karageorgis — Infobox Musical artist Name = Evagoras Karageorgis Img capt = Evagoras Karageorgis playing lute Birth name = Evagoras Karageorgis Born = birth date and age|1957|12|20 Tsada, Paphos Origin = Cyprus Occupation = composer, songwriter, lute… …

    Wikipedia

  • 26ОРУЖИЕ —    • Arma.     I. У греков.          Те части вооружения, какие в «Илиаде» указываются для героев Троянской войны, образуют основу вооружения и для позднейших гражданских ополчений. Последние состояли исключительно из тяжеловооруженных (όπλι̃ται) …

    Реальный словарь классических древностей

  • 27άροτρο — Γεωργικό εργαλείο που σύρεται και με συνεχή εργασία σχίζει και ξανακυλά το χώμα και το προετοιμάζει για τις επόμενες φάσεις της καλλιέργειας. H χρήση του α., αν και πανάρχαια, χαρακτηρίζει λαούς με ανώτερο πολιτισμό, μη νομαδικούς. Το ά. ήταν… …

    Dictionary of Greek

  • 28μαχαιροφόρος — α, ο (Α μαχαιροφόρος, ον) αυτός που κρατάει μαχαίρι, ο οπλισμένος με μαχαίρι («τὸ μαχαιροφόρον ἔθνος ἐκ πάσης Ἀσίας ἕπεται», Αισχύλ.) νεοελλ. ο μαχαιροβγάλτης αρχ. 1. το αρσ. ως ουσ. ὁ μαχαιροφόρος ο οπλισμένος με πολεμική μάχαιρα, ο ξιφοφόρος 2 …

    Dictionary of Greek

  • 29меч — род. п. а, укр. мiч, блр. меч, др. русск., ст. слав. мечь ξίφος, μάχαιρα (Клоц., Супр., Мар., Зогр.), болг. меч, сербохорв. ма̏ч, род. п. ма̀ча, словен. mèč, род. п. meča, чеш., слвц. mеč, польск. miecz, в. луж. mječ, н. луж. mjас. Почти все… …

    Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • 30нож — род. п. а, укр. нiж, род. п. ножа, др. русск., ст. слав. ножь μάχαιρα, ξίφος (Супр.), болг. нож, сербохорв. но̑ж, род. п. ножа, словен. nòž, род. п. noža, чеш. nůž, слвц. nôž, польск. noż, род. п. nоżа, в. луж., н. луж. nоž. Лтш. nazis нож… …

    Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера