μάχαιρα

  • 101μαχαιροφόνος — μαχαιροφόνος, ὁ (Α) αυτός που φονεύει με μαχαίρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάχαιρα + φόνος (πρβλ. θηρο φόνος, ταυρο φόνος)] …

    Dictionary of Greek

  • 102μαχαιρωτός — μαχαιρωτός, ή, όν (Α) [μάχαιρα] αυτός που έχει σχήμα μαχαιριού …

    Dictionary of Greek

  • 103μοιχός — ο (ΑΜ μοιχός) αυτός που διαπράττει μοιχεία μσν. 1. αυτός που συνευρίσκεται με κοπέλα μικρής ηλικίας, διαφθορέας 2. αυτός που παραποιεί, που διαστρέφει κάτι μσν. αρχ. (για αρσενοκοιτία) εραστής, επιβήτορας αρχ. 1. αυτός που λατρεύει τα είδωλα,… …

    Dictionary of Greek

  • 104ξιφομάχαιρα — η (Α ξιφομάχαιρα) μεγάλο μαχαίρι που έχει σχήμα ξίφους και χρησιμοποιείται ως μαχαίρι και ως ξίφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + μάχαιρα] …

    Dictionary of Greek

  • 105ξυρόν — ξυρόν, τὸ (Α) 1. ξυράφι 2. μάχαιρα με την οποία αποκεφαλίζονταν οι καταδικασμένοι σε θάνατο 3. (κατά τον Ησύχ.) «τομόν, ἰσχνόν, ὀξύ» 4. παροιμ. φρ. «ἐπὶ ξυροῡ (ἀκμῆς)» α) σε κρίσιμο σημείο, σε μεγάλο κίνδυνο, στην κόψη τού ξυραφιού β)… …

    Dictionary of Greek

  • 106πανδούριον — (I) τὸ, Α [πανδούρα] υποκορ. τού πανδούρα. (II) τὸ, Μ (κατά τον Ζωναρ.) «πανδούριον μάχαιρα σφακτική». [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + δέρω «γδέρνω»] …

    Dictionary of Greek

  • 107παραμήριος — ον, ΜΑ μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ παραμήριον εγχειρίδιο και, γενικά, κοφτερό όπλο αρχ. 1. φρ. «παραμήριος μάχαιρα» (κατά τον Ησύχ.) μαχαίρι που έφεραν στο πλάι τού μηρού 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ παραμήρια τα εσωτερικά τμήματα τών μηρών. [ΕΤΥΜΟΛ …

    Dictionary of Greek

  • 108παροπαίδιον — τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) «μικρά μάχαιρα». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αποτελεί πιθ. διαφορετική γρφ. αντί παροπλίδιον] …

    Dictionary of Greek

  • 109πηκτίς — ίδος, ή, και δωρ. τ. πακτίς και αιολ. τ. πᾱκτις, ιδος, ΜΑ 1. λυδικής προέλευσης μουσικό όργανο με είκοσι χορδές, που έμοιαζε με άρπα 2. λύρα 3. ποιμενικός αυλός με πολλά ενωμένα καλάμια 4. κλουβί ή δίχτυ για να πιάνουν και να κρατούν μέσα πουλιά… …

    Dictionary of Greek

  • 110πλούταρχος — I Όνομα αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων. 1. (Χαιρώνεια Βοιωτίας περίπου 50 – 120 μ.Χ.). Kορυφαίος συγγραφέας και ιδιαίτερα βιογράφος. Από εύπορη οικογένεια, έλαβε καλή φιλοσοφική, επιστημονική, ιστορική και φιλολογική μόρφωση. Ταξίδεψε στην Ελλάδα και …

    Dictionary of Greek