1Μάρνας — Μάρνας, ὁ (ΑM) προσωνυμία τού Διός στην περιοχή τής Γάζας …
Dictionary of Greek
2Μαρνᾶν — Μάρνας masc gen pl (doric aeolic) …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
3Μάρνη — Μάρνας masc voc sg …
4Μαρνείον — Μαρνεῑον, τὸ (Μ) [Μάρνας] ο ναός τού Μάρνα …
5Μάρναο — Μάρνᾱο , Μάρνας masc gen sg (epic doric) …