μάργων ἐπιβήτορες ἵππων

  • 1μάργος — μάργος, ον, θηλ. και μάργη (Α) 1. μανιακός, παράφρονας, τρελός («θυμὸς μάργος», Θέογν.) 2. (για άλογο) ορμητικός («μάργων ἐπιβήτορες ἵππων», Ομ. Επίγρ.) 3. (για κρασί) δυνατός («οἶνος δὲ oἱ ἔπλετο μάργος», Ησίοδ.) 4. μτφ. αισχρός, ασελγής,… …

    Dictionary of Greek