μάννα
1μάννα — μάννᾱ , μάννα powder fem nom/voc/acc dual μάννα powder fem nom/voc sg …
2μάννα — Ονομασία τροφής την οποία, σύμφωνα με την Αγία Γραφή, έστειλε ο Θεός στους Εβραίους κατά την περιπλάνησή τους στην έρημο του Σινά. Λέγεται ότι η λέξη προήλθε από τη φράση «μαν χου» (= τι είναι αυτό;) με την οποία υποδέχτηκαν οι Ιουδαίοι τη θεϊκή… …
3μάννᾳ — μάνναι , μάννα powder fem nom/voc pl μάννᾱͅ , μάννα powder fem dat sg (doric aeolic) …
4μάννα — το άκλ. (λ. εβρ.) 1. τροφή που έστελνε από τον ουρανό ο Θεός στους Εβραίους κατά τη μακρόχρονη πορεία τους στην έρημο, όταν έφυγαν από την Αίγυπτο. 2. μτφ., το καλό που είναι απροσδόκητο: Η κληρονομιά τού ήρθε μάννα γιατί είχε πολλά χρέη …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5Άνω Μάννα — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 296 κάτ.) της Σύρου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ερμουπόλεως του νομού Κυκλάδων …
6μάννας — μάννᾱς , μάννα powder fem acc pl μάννᾱς , μάννα powder fem gen sg (doric aeolic) …
7μάνναι — μάννα powder fem nom/voc pl μάννᾱͅ , μάννα powder fem dat sg (doric aeolic) …
8μάνναν — μάννα powder fem acc sg …
9μάννης — μάννα powder fem gen sg (attic epic ionic) …
10μάννῃ — μάννα powder fem dat sg (attic epic ionic) …