μάζεψε

  • 1μαζεύω — και μαζεύγω (Μ μαζεύω) 1. συναθροίζω, συλλέγω (α. «μια μέρα τήν εκοίταξε που εμάζευε λουλούδια», Κρυστ. β. «μαζεύει παλαιά γραμματόσημα») 2. συγκεντρώνω («μάζεψαν πολύ κόσμο») 3. εισπράττω («βγήκε πάλι να μαζέψει τα ενοίκια») νεοελλ. 1.… …

    Dictionary of Greek

  • 2μαζεύω — και μαζώνω μάζεψα και έμασα, μαζεύτηκα, μαζεμένος, μτβ. 1. συλλέγω, συναθροίζω, συγκεντρώνω: Μάζευε κόσμο για την προεκλογική εκστρατεία. 2. αποταμιεύω: Μάζεψε λεφτά από τα κάλαντα. 3. σηκώνω κάτι από κάτω: Μάζεψα τα ρούχα που ήταν πεταμένα στο… …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 3μπάμπαλο — το 1. ράκος, κουρέλι («μάζεψε τα μπάμπαλά σου και φύγε» μάζεψε τα κουρέλια σου και φύγε) 2. σχίζα ξύλου ή ξηρή καλάμη σιταριού 3. μτφ. (για πρόσωπα) ανόητος, μωρός, ξεκουτιασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < *πάμπαλο < επίθ. παμπάλαιον ή, κατ άλλους,… …

    Dictionary of Greek

  • 4Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… …

    Dictionary of Greek

  • 5Mia Kokkini Grammi — Studio album by Natasa Theodoridou Released July 2009 …

    Wikipedia

  • 6άδραστος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βασιλιάς του Άργους, γιος του Ταλαού και της Λυσιμάχης, κόρης του Άβαντα. Αδελφοί του ήταν ο Παρθενοπαίος, ο Πρώναξ, o Μηκιστεύς κι ο Αριστόμαχος. Αδελφή του ήταν η Εριφύλη. O Ταλαός σκοτώθηκε από τον συγγενή του… …

    Dictionary of Greek

  • 7γεωλογία — Επιστήμη που μελετά την εξελικτική ιστορία της Γης και την υλική σύσταση των δυνάμεων που την διαμόρφωσαν. Αναλυτικότερα, η γ. εξετάζει τα διαδοχικά στάδια εξέλιξης του πλανήτη μας, τους διάφορους παράγοντες που επέδρασαν στη διαμόρφωση της… …

    Dictionary of Greek

  • 8κανί — και καννί, το 1. εκκλησιαστικό σκεύος που χρησιμοποιείται για ραντισμό τών πιστών, ραντιστήρι 2. στον πληθ. τα κανιά τα σκέλη τών ποδιών, ιδίως τα μακρά και ισχνά («μάζεψε τα κανιά σου που έπιασες όλο το κάθισμα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κανν ί(ον) <… …

    Dictionary of Greek

  • 9κατουρώ — (I) άω, έω (ΑΜ κατουρῶ, έω) 1. αποβάλλω ούρα, ουρώ («κυνίδιον... κατουρῆσαν πολλάκις», Λουκιαν.) 2. βρέχω κάποιον ή κάτι με τα ούρα μου (α. «το μωρό μέ κατούρησε» β. «ἅς ἐγὼ φυλάξομαι νὴ τὸν Ποσειδῶ μὴ κατουρήσωσί μου», Αριστοφ.) νεοελλ. 1.… …

    Dictionary of Greek

  • 10μπογαλάκι — το 1. μικρός μπόγος 2. στον πληθ. τα μπογαλάκια οι αποσκευές («μάζεψε τα μπογαλάκια του και έφυγε»). [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού μπόγος, κατ επίδρασιν υποκορ. σε λάκι (πρβλ. χαλάκι)] …

    Dictionary of Greek