μάγειρος
1μάγειρος — masc nom sg …
2μάγειρος — και μάγερος και μάγειρας και μάγερας, ο, θηλ. μαγείρισσα και μαγέρισσα (AM μάγειρος, θηλ. μαγείρισσα, Α δωρ. τ. μάγιρος, αιολ. τ. μάγοιρος, θηλ. μαγείραινα, Μ και μάγειρας και μάγερας) αυτός που παρασκευάζει φαγητά, που έχει έργο να μαγειρεύει (α …
3μάγειρος — ο ο μάγειρας (βλ. λ.) …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4μαγείροις — μάγειρος masc dat pl …
5μαγείρου — μάγειρος masc gen sg …
6μαγείρους — μάγειρος masc acc pl …
7μαγείρων — μάγειρος masc gen pl …
8μαγείρῳ — μάγειρος masc dat sg …
9μάγειρε — μάγειρος masc voc sg …
10μάγειροι — μάγειρος masc nom/voc pl …