μάγειρος

  • 51μοσχομάγειρος — μοσχομάγειρος, ὁ (Α) αυτός που πουλά μόσχους, κρεοπώλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόσχος (Ι) + μάγειρος «κρεοπώλης»] …

    Dictionary of Greek

  • 52οπτανάριος — ὀπτανάριος, ὁ (Α) αυτός που ψήνει, μάγειρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπτανός «ψημένος», με τη λατ. κατάλ. άριος (< arius)] …

    Dictionary of Greek

  • 53οψαρτυτής — ὀψαρτυτής, ὁ (Α) μάγειρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄψον «τροφή, έδεσμα» + ἀρτύω «παρασκευάζω, ετοιμάζω»] …

    Dictionary of Greek

  • 54οψοδαίδαλος — ὀψοδαίδαλος, ον (Α) (ως προσωνυμία τού Αρχεστράτου) ο έμπειρος στην παρασκευή εδεσμάτων, επιτήδειος μάγειρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄψον «τροφή, έδεσμα» + δαίδαλος] …

    Dictionary of Greek

  • 55οψοποιός — ὀψοποιός, ὁ (ΑΜ) άτομο που παρασκευάζει όψα, μάγειρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄψον + ποιός*] …

    Dictionary of Greek

  • 56οψοπόνος — ὀψοπόνος, ον (Α) μάγειρος που παρασκευάζει εδέσματα με πολλή φροντίδα και τέχνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄψον «έδεσμα, τροφή» + πόνος (< πόνος < πονῶ), πρβλ. γεωπόνος] …

    Dictionary of Greek

  • 57πραλίνα — η, Ν είδος γλυκίσματος με βασικό υλικό το καβουρντισμένο αμύγδαλο ή φουντούκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. praline, από το όνομα τού στρατηγού du Plessis Praslin, τού οποίου ο μάγειρος την εφεύρε] …

    Dictionary of Greek

  • 58σαλαβάρ — Α (κατά τον Ησύχ.) (στους Λάκωνες) ο μάγειρος …

    Dictionary of Greek

  • 59χοιρομάγειρος — ὁ, Α σφαγέας χοίρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + μάγειρος «σφαγέας»] …

    Dictionary of Greek

  • 60magher — MÁGHER s. v. bucătar. Trimis de siveco, 25.10.2008. Sursa: Sinonime  maghér (maghéri), s.m. – Bucătar la o mănăstire. ngr. μάγειρος, parţial prin intermediul sl. magerŭ (Tiktin). sec. XVII, împrumut cult, înv. – Der. magherniţă, s.f. ( …

    Dicționar Român